Skip to main content

Ο δρόμος που ανοίγει

Αντί Επάθλου 146

Άνω Πετάλι – Αρτεμώνας, μέσα από τα σκαλιά της Σίφνου.
Στα αλώνια, στα ξερολιθιά, στα μισογκρεμισμένα καλυβάκια
αναλογίζεσαι την παλιά φτώχεια, τον μόχθο, τη λιτότητα —
κι ακόμα πιο πίσω, τα μεταλλεία που κάποτε έθρεψαν τον
τόπο με αίμα και ιδρώτα. Και μετά κοιτάς δίπλα την

Instagram αισθητική που επιτάσσει ο καιρός.
Οι Κυκλάδες κουβαλούν μια ιστορία σκληρής ζωής, γης
που δεν έδινε εύκολα καρπό, ανθρώπων που έφευγαν
μετανάστες. Και τώρα το ίδιο χώμα έγινε «πολυτελές
προϊόν» για όσους μπορούν να πληρώσουν. Σάμπως αυτό
δεν σπούδασα; Να μαθαίνεις πώς να πουλάς πιο ακριβά,
πιο «για λίγους». Μα όταν το προϊόν είναι ένας τόπος, κάτι
πάει στραβά. Στη Σίφνο, όπως σχεδόν παντού πια, όλα είναι
κουρδισμένα για το χρήμα. Κι αν έχεις μάθει να αγαπάς
τα νησιά για το αυθεντικό, χωρίς δήθεν και φιοριτούρες,
η αντίθεση φαίνεται πιο έντονη: ο τόπος κρατά ακόμα τα
σημάδια της φτώχειας, αλλά η βιτρίνα δείχνει μόνο λάμψη. Η
ζωή εδώ κάποτε ήταν αγώνας. Τώρα είναι σκηνικό.
Στη Βόρεια Χίο, που φέτος μαυρίστηκε από τις φωτιές,
οι άνθρωποι ακόμη κουβαλούν τη μνήμη της φτώχειας,
της μετανάστευσης, της αυτάρκειας. Κι έπειτα, έρχονται οι
φήμες πως η φωτιά έγινε για να ανοίξει ο δρόμος στα νέα
λατομεία και τις εξορύξεις αντιμμωνίου στον Βορρά. Στο πιο
παρθένο, ανέγγιχτο κομμάτι του νησιού· εκεί όπου, σύμφωνα
με κάποιους, «δεν υπάρχει τίποτα».
Γιατί η Βόρεια Χίος «δεν πουλάει». Δεν έχει τουρίστες με
ευρώ, δεν έχει μαστίχα με εξαγωγές, δεν έχει ξενοδοχεία.
Έχει μόνο φύση παρθένα, χωριά μισοάδεια, καζάνια,
ανθρώπους που ζουν απ’ τη γη τους. Οι παλιές πληγές
Κείμενο - φωτογραφία: Θάλεια Νουάρου
ξανανοίγουν∙ μόνο που τώρα τις βαφτίζουν «ανάπτυξη».
Μέσα σε λίγες δεκαετίες, οι τόποι άλλαξαν πρόσωπο.
Από την αυτάρκεια και τον μόχθο, στη βιτρίνα και την
εκμετάλλευση. Κι ανάμεσα στις στάχτες της Χίου και στα
σοκάκια της Σίφνου, ψάχνεις ακόμα το αυθεντικό — εκείνο
που δεν πουλιέται, δεν καίγεται, δεν σκηνοθετείται. Ό,τι είναι
ελεύθερο, είτε καίγεται είτε ποινικοποιείται. Ό,τι αποφέρει
κέρδος, βαφτίζεται ανάπτυξη.
Μα και το καλοκαίρι που κάποτε σήμαινε ελευθερία, τώρα
ποινικοποιείται. Η σκηνή δίπλα στο κύμα έγινε παράβαση με
πρόστιμα χιλιάδων ευρώ, ενώ οι πραγματικοί καταστροφείς
της φύσης βαφτίζονται «επενδυτές». Το κράτος επικαλείται
την «προστασία του τοπίου» μόνο απέναντι στον φοιτητή και
τον εργαζόμενο με το σακίδιο στην πλάτη· όχι απέναντι στα
μπετά, τα τουριστικά συγκροτήματα, τις επιχειρήσεις «επάνω
στο κύμα» που κλείνουν τις ακτές.
Μ’ αυτές τις σκέψεις επέστρεψα αποκαλόκαιρο στην
πόλη. Κι ύστερα ήρθε αυτό εδώ το τεύχος. Να μου θυμίσει
πως κι αν καταργούν τα κοινά, αν εμπορεύονται τη γη,
αν τιμολογούν τη θάλασσα, τότε η ελευθερία γίνεται πιο
αναγκαία από ποτέ. Γιατί όσο κι αν περιορίζεται, βρίσκει
τρόπους να χωράει: σε ένα χωριό που στέκει αγέρωχο, σε
ένα ποδήλατο που κατηφορίζει, σε έναν καταρράκτη που
πέφτει ασταμάτητα, σε πουλιά που πετούν και ψαράδες
που επιμένουν. Κι αλλού, στο κύμα που σε νανουρίζει δίπλα
σε ξωκλήσια, στα άστρα που σε βρίσκουν να κοιμάσαι
ελεύθερος κάτω από τον ουρανό.
Σαν το αλάτι στο δέρμα – μήνα Οκτώβρη – δρόμος που
πάντα βρίσκει τρόπο να ανοίγει.

Ανάμεσα στις κορφές, άγρια άλογα θυμίζουν πως η ελευθερία δεν ημερεύει και πλάι στις μεγάλες λεωφόρους ένα πάρκο αντιστέκεται. διεκδικεί οξυγόνο, δημόσιο χώρο, δικαίωμα στη γιορτή.

Προτάσεις