Σίφνος
Λευκό και μπλε, όσο πάει
Καμάρες – η αγκαλιά του νησιού
Φτάνοντας στο λιμάνι, νιώθεις τις Καμάρες σαν μια πέτρινη
αγκαλιά. Οι βουνοπλαγιές σφίγγουν γύρω του, τα εκκλησάκια
στις κορυφές αγναντεύουν το Αιγαίο, κι η αμμουδιά απλώνεται
δίπλα στο μόλο. Παρά το πέρασμα των πλοίων που έρχονται
και φεύγουν βιαστικά, η παραλία μένει πάντα ίδια: καθαρή,
απλή, γεμάτη διάσπαρτα αρμυρίκια που χαρίζουν φυσική
σκιά. Η άμμος γυαλίζει χρυσαφένια – σαν να έχει μέσα
της ψιλή «ασημόσκονη» από το πέτρωμα του τόπου. Στην
παραλία μπαίνεις μέσα από στενό μονοπάτι που χώνεται στους
καλαμιώνες, κι ύστερα ανοίγει ξαφνικά σε έναν ανοιχτό, ήσυχο
κόλπο. Είναι από τις ωραιότερες βουτιές του νησιού – κι ας
βρίσκεται στην πιο «άχαρη» θέση. Κι είναι ευλογία, να μπορείς
να μπεις στο καράβι με το αλάτι ακόμη στο δέρμα.
Λίγο πιο μέσα, το περίφημο κάμπινγκ του Μάκη κρατάει
ζωντανό το καλοκαίρι για τους νεότερους. Δεν είναι δίπλα
στη θάλασσα, όμως με 15 ευρώ τη βραδιά παραμένει η πιο
προσιτή λύση σε ένα νησί όπου όλα ακριβαίνουν.
Οι Καμάρες είναι και γαστρονομικό «καταφύγιο». Εδώ
βρίσκεις το πιο «λογικό» φαγητό της Σίφνου: μια πίτσα, ένα
σουβλάκι∙ μικρές σταθερές μέσα στο γκουρμέ που επιτάσσει ο
τόπος κι ο καιρός.
Και βέβαια, τα κεραμικά. Η παράδοση της αγγειοπλαστικής
είναι βαθιά: τα τσικαλάδικα έφτιαχναν κάποτε μαστέλες,
στάμνες και τσουκάλια για την καθημερινότητα. Σήμερα οι
ίδιες φόρμες έχουν γίνει brand, με νέα σχέδια και τιμές που
ανεβαίνουν. «Ξέρεις, κάποτε όλοι αυτοί ήταν πάμφτωχοι» μου
είπε ο ξενοδόχος, κάποτε ναυτικός. «Έφτιαχναν τσουκάλια για
να ζήσουν. Τώρα έχουν γίνει πλούσιοι».
Στα σκαλιά της Σίφνου – αντί για GPS, τα πόδια
Από τις Καμάρες ο δρόμος ανηφορίζει προς την Απολλωνία,
την πρωτεύουσα του νησιού. Αν δεν είχα GPS, θα χανόμουν∙
ανηφόρες, κατηφόρες, στροφές που κάνουν κύκλους, χωριά
δεμένα το ένα με το άλλο χωρίς σαφή όρια. Εκεί που κάποτε
υπήρχαν ξερολιθιές και πεζούλες για ρεβίθια, σήμερα
υψώνονται ξενοδοχειακές μονάδες «απόλυτα εναρμονισμένες
με το τοπίο» – μια σκηνοθετημένη αυθεντικότητα σε πλήρη
ανάπτυξη.
Τα σκαλιά της Σίφνου τα ανεβαίνεις με κόπο, αλλά και με
λαχτάρα. Από την Απολλωνία ως τον Αρτεμώνα, πίσω από
κάθε γωνιά ξεπροβάλλει ένα αρχοντικό, ένα σικ καφενεδάκι,
ένα μαγγανοπήγαδο, μια λαογραφική συλλογή, μια κατάλευκη
μπουγάδα, μια γατούλα με τα μικρά της. Κι ανάμεσα σε όλα, οι
παλιοί περιστεριώνες, με τα πέτρινα σχέδια που θυμίζουν άλλες
εποχές.
Οι πεζοπόροι με τα μπαστούνια τους καλημερίζουν και
καλησπερίζουν στα πλατιά σκαλιά. Η Σίφνος είναι ιδανική
για περπάτημα: το δίκτυο μονοπατιών της είναι πλούσιο και
καλοσημασμένο. Ακολουθώντας τα κόκκινα και λευκά σημάδια
φτάνεις σε ξωκλήσια, σε αρχαίους πύργους, σε ακτές όπου
δεν οδηγεί δρόμος. Κι εκεί ανακαλύπτεις ίσως το πιο αυθεντικό
πρόσωπο του νησιού: την εμπειρία να το περπατήσεις.
Το ωραιότερο χωριό – κι ένα τσιζκέικ με μέλι
Ο Αρτεμώνας: λευκά σοκάκια, καφενεδάκια στη σκιά, εκκλησιές
σε κάθε γωνιά, βοκαμβίλιες που ξεχειλίζουν από τα μπαλκόνια.
Στους λευκούς τοίχους του θα δεις καρφωμένα πήλινα πιάτα,
μικρές σφραγίδες της κεραμικής ταυτότητας του νησιού. Κάθε
αυλή κι ένα αυτοσχέδιο «μουσείο» με πιάτα, στάμνες και παλιά
μοτίβα να στολίζουν τα σοκάκια. Μικρά μαγαζιά με χειροποίητα
αντικείμενα, παραδοσιακοί φούρνοι πλάι σε βιτρίνες με
κεραμικά που σήμερα κοστίζουν μικρές περιουσίες∙ «υψηλή
τέχνη» που έχει γίνει ακριβό εμπόρευμα.
Στο «Κίτρινο Ποδήλατο», ένα χαμηλοτάβανο κυκλαδίτικο σπίτι
βαμμένο λευκό και κίτρινο, δοκιμάσαμε τη διάσημη μελόπιτα
— το «σιφνέικο τσιζκέικ»: χλωρομανούρα ή μυζήθρα, μέλι
και κανέλα, ψημένα στον φούρνο. Είναι το πασχαλινό γλυκό
της Σίφνου, που σήμερα σερβίρεται όλο τον χρόνο ως
γλυκόσύμβολο της τοπικής ζαχαροπλαστικής. Δίπλα της λεμονόπιτες
και πάβλοβες με τιμές που θυμίζουν Μανχάταν. Η γεύση; Συχνά
δευτερεύουσα. Το Instagram να ’ναι καλά.
Ακόμα ένα γκουρμέ στέκι, το καφεμεζεδοπωλείο «Μωσαϊκό»,
στην αυλή της Παναγιάς της Κόχης. Σεπτέμβρη μήνα, κι όμως
Γαλήνη κι απλότητα που ακουμπά τα όρια του ιερού∙ κι όμως, πίσω από το φως, ένα νησί που ολοένα λιγοστεύει για τους πολλούς…
Τα σκαλιά και τα μονοπάτια της δεν σε οδηγούν μόνο σε ξωκλήσια∙ σε οδηγούν στο πιο αυθεντικό πρόσωπό της: την εμπειρία να την περπατήσεις.
παντού αδιαχώρητο∙ δύσκολα βρίσκεις
τραπέζι χωρίς κράτηση, σχεδόν παντού
στο νησί. Στου Θεοδώρου δοκιμάσαμε
τα αμυγδαλωτά, πασπαλισμένα με
χοντρή ζάχαρη, σε δύο εκδοχές: με
ολόκληρο ή ξεφλουδισμένο αμύγδαλο.
Στη «Μαργαρίτα», επάνω στη μικρή
πλακόστρωτη πλατεία δοκιμάσαμε
σιφνέικες γεύσεις: ξινομυζήθρα
και μανούρα, καπαροσαλάτα με
καραμελωμένο κρεμμύδι, και φυσικά
μαστέλο — αρνάκι ή κατσίκι γάλακτος,
ψημένο αργοψημένο σε πήλινο σκεύος
(εξ ου κι η ονομασία του), πάνω σε
κληματόβεργες, ποτισμένο με κόκκινο
κρασί και μυρωδικά. «Το Πάσχα η
Σίφνος μοσχοβολάει μαστέλο∙ τότε έχει
άλλη γεύση» μας είπε μια ντόπια.
Οι ρεβυθοκεφτέδες παντού. Οι Σιφνιοί
επιμένουν ότι εδώ πρωτοφτιάχτηκαν:
«Ρεβίθι, ελάχιστο κρεμμύδι και πατάτα,
μόνο για να δέσει το μίγμα». Η γεύση,
λιτή και μετρημένη, ίσως να μην
ενθουσιάσει κάθε ουρανίσκο.
Το «Στενό» ή όταν η παράδοση
γίνεται lifestyle
Το βράδυ η Απολλωνία αλλάζει. Το
περίφημο Στενό, το μακρύ σοκάκι
που διασχίζει την «πρωτεύουσα» της
Σίφνου, γεμίζει από κόσμο. Μπαρ,
μεζεδοπωλεία, μικρά μαγαζάκια
με κοσμήματα και χειροποίητα
αντικείμενα∙ όλα κρυμμένα ανάμεσα
σε ασβεστωμένα σκαλιά και λευκούς
τοίχους. Και κάπου κάπου μαγαζάκια
όπως «Η ωραία Σίφνος», μακριά απ’ το
πολύβουο Στενό, να θυμίζουν κάτι από
τα παλιά.
Στο Στενό βρίσκεται και το
καφενείο του Δρακάκη— κάποτε
απλό καφενεδάκι, σήμερα σερβίρει
“παράδοση” σε πιάτο γκουρμέ. Κι
είναι ακριβή αυτή η παράδοση∙ αλλά
γεμίζει κάθε βράδυ υπενθυμίζοντας
πως ακόμη και η νοσταλγία έχει τιμή.
Παρέες στριμώχνονται σε αυλές και
πεζούλια, ποτήρια αλλάζουν χέρια,
φωνές μπλέκονται με μουσικές από
κάθε μαγαζί.
Και κάπου εδώ θυμάσαι τον Νικόλαο
Τσελεμεντέ – τον πρώτο Έλληνα
σεφ που έκανε τη μαγειρική τέχνη κι
επιστήμη και τέχνη. Κι η Σίφνος μοιάζει
να ζει ακόμη ανάμεσα στην απλότητα
μιας φτωχής ρεβιθάδας και στο
γαστρονομικό lifestyle που επιτάσσουν
οι καιροί.
Χρυσοπηγή – τελετουργία στον
βράχο
Κατηφορίζοντας προς τον νότο, το
βλέμμα σταματά στη Χρυσοπηγή. Το
μοναστήρι του 1650, αφιερωμένο στην
πολιούχο της Σίφνου, στέκει πάνω στον
Όμορφη, ναι. Μα απευθύνεται πια σε λίγους. Και ίσως αυτή είναι η πιο σκληρή της αντίφαση.
βράχο σαν να αιωρείται. Λευκό και μπλε — απλό, απόλυτο,
υπερβατικό. Κι αν τύχει να βρεθείς εδώ σε βάφτιση ή γάμο,
το τοπίο γίνεται τελετουργικό, ένα φυσικό σκηνικό που δεν
χρειάζεται σκηνοθέτη. Δεξιά, βουτιές από τα βράχια∙ αριστερά,
ο μικρός κόλπος της Φασολούς, με αρμυρίκια και γαλήνη,
ακόμη κι όταν ο κόσμος περισσεύει.
Πίσω όμως από τον βράχο, στον Πλατύ Γιαλό, η
αυθεντικότητα σκεπάζεται από ξαπλώστρες με 50 ευρώ και 25
ελάχιστη κατανάλωση. Παραλία που σου θυμίζει πως ακόμη
και η σκιά κοστολογείται ακριβά. Εκεί που το νησί δείχνει το
πιο τουριστικό του πρόσωπο, καταλαβαίνεις καλύτερα γιατί η
αυθεντικότητα μετριέται αλλού – στα βράχια της Χρυσοπηγής,
στα αρμυρίκια της Φασολούς, στην απλότητα που ακόμη
αντέχει.
Ιστορία, τέχνη, φεγγαράδα στο Κάστρο
«Να πάτε οπωσδήποτε στο Κάστρο», μας είπε ο ξενοδόχος.
Και είχε δίκιο. Το ενετικό αυτό κόσμημα, χτισμένο πάνω στην
αρχαία ακρόπολη, κρατάει ακόμη την αύρα του μεσαιωνικού
οικισμού: σπίτια σφιχτά, σοκάκια στενά, μια πόρτα που ανοίγει
κατευθείαν στο Αιγαίο.
Πολλοί περιμένουν ηλιοβασίλεμα — το Google φταίει. Μα το
Κάστρο κοιτάει ανατολή. Η καλύτερη ώρα είναι το σούρουπο ή
το βράδυ, όταν το φως πέφτει κι η σελήνη αναδύεται πάνω απ’
το πέλαγος. Εκείνη τη μέρα, με έκλειψη, καθίσαμε στα ξύλινα
θρανία του παλιού σχολείου – σήμερα χώρος εκθέσεων – και
χαζεύαμε το φως που μεταμόρφωνε τον νυχτερινό ουρανό.
Κοκτέιλ σε πλαστικό από τον «Κουβανό», παρέες στα
πεζούλια, μουσικές που έμπλεκαν με τη σιωπή. Πιο πέρα, το
wine bar Loggia∙ «ενημερωμένη λίστα κρασιών», πιάτα που
ποντάρουν περισσότερο στην εμφάνιση παρά στη γεύση,
σε ύφος — οπωσδήποτε — γκουρμέ. Η θέα πάντως είναι
φανταστική∙ κι αυτή είναι που πληρώνεις. Μα πιο κάτω, στο
άκρο του βράχου, το εκκλησάκι των Επτά Μαρτύρων στεκόταν
αγέρωχο, φωτισμένο, σαν να αναδυόταν από τα κύματα –
Έτσι χωρίς αντίτιμο. Και κάπου εδώ η Σίφνος ξαναγίνεται
απλή: λευκό και μπλε, πέτρα και θάλασσα, σιωπή, φεγγαράδα
κι αγνάντεμα – χωρίς φιοριτούρες.
Η μεγάλη παραλία – και τα καμίνια που σώπασαν
Αν το Κάστρο είναι η ανατολή, το Βαθύ είναι το άλλο άκρο.
Η μεγαλύτερη παραλία της Σίφνου θα μπορούσε να είναι το
απόλυτο καταφύγιο. Δεν πάνε πολλά χρόνια που η πρόσβαση
γινόταν αποκλειστικά με βάρκα και σήμερα είναι... ταβέρνα με
αμμουδιά. Μαγαζιά απλωμένα κυριολεκτικά μέσα στο κύμα, κι
εσύ να βρέχεις το πόδι σου για να περάσεις. Τα παρακείμενα
στενά οδηγούν σε ιδιωτικούς χώρους, κι όλο το τοπίο σε
προσκαλεί… να παραγγείλεις.
Στην αντίπερα πλευρά, το καμίνι του Ατσόνιου επιμένει να
φτιάχνει πήλινα από το 1870. Κι είναι σχεδόν συμβολικό: κάποτε
εδώ συγκεντρώνονταν όλα τα καμίνια του νησιού∙ σήμερα έχει
απομείνει μόνο αυτό, να θυμίζει την εποχή που η παραλία δεν
ήταν πνιγμένη στην «ταβερνοποίηση», αλλά στο χώμα και στο
νερό απ’ όπου γεννιούνταν τα σκεύη που έθρεφαν τον τόπο.
Χερρόνησος – απλότητα στα όρια του κόσμου
Προς τον βορρά, τοπίο γυμνό, άγονο, σχεδόν σεληνιακό. Ο
δρόμος ανηφορίζει προς τη Χερρόνησο: λίγα ταπεινά κτίσματα
επάνω, μικρή αμμουδιά από κάτω, δυο ταβερνάκια και φυσικές
σκιές. Ο κόσμος, για την εποχή αρκετός, στριμώχνεται σχεδόν ο
ένας δίπλα στον άλλον∙ κι όμως μοιάζει να του αρέσει – σαν να
αναζητά την απλότητα.
Βγαίνοντας από τη θάλασσα, «Η Δύσκολη» σε οδηγεί στο
εργαστήριο του Κωνσταντίνου Δεπάστα. Στην άκρη του κόσμου
ξεχειμωνιάζει, αντλώντας έμπνευση από τον αγέρα, το κύμα,
τη μοναξιά. Πειραματίζεται με χρηστικά και διακοσμητικά
σκεύη, αλλά και με εφευρέσεις όπως το «ποτήρι του μέτρου» ή
τη δική του παραλλαγή της κούπας του Πυθαγόρα – «να πίνεις
μόνο εσύ», χαμογελά. Μικρό μάθημα φιλοσοφίας φτιαγμένο
από πηλό. Ελαφράδα σπάνια στα έργα του — η μαεστρία του
τροχού.
Δίπλα στη θάλασσα, τα δύο ταβερνάκια κρατούν τον τόπο
ζωντανό από τη δεκαετία του ’70: η ιστορική «Ταβέρνα
Χερρόνησος» και η «Αμμουδιά», με θαλασσινά που μυρίζουν
Αιγαίο. Στ’ αριστερά, ο Άγιος Γεώργιος: κατάλευκο εκκλησάκι
πάνω στο βράχο, με ερείπια αρχαίου πύργου δίπλα — σημάδι
πίστης κι αντοχής στο πιο άγριο σημείο.
Άγιος Συμεών – ένα drone στα μάτια σου
Βορράς ξανά – αυτή τη φορά για τον Άγιο Συμεών, ένα απ’ τα
ψηλότερα σημεία του νησιού. Από την κορυφή, σαν να κρατάς
drone στα μάτια: Καμάρες καρτ-ποστάλ, οικισμοί διάσπαρτοι,
κι όταν καθαρίζει ο ορίζοντας, βλέπεις ως Κίμωλο και Μήλο.
Η διαδρομή είναι έρημη∙ μα λίγο πριν την ανάβαση, ο δρόμος
γεμάτος αυτοκίνητα. Σεπτέμβρης.
Πέσαμε κι σε γύρισμα: ο παπάς
χτυπούσε ρυθμικά τις καμπάνες κι
έπειτα έψαλλε — ίσως η πιο αυθεντική
εικόνα του νησιού, έστω και για ταινία.
Έξω από τον περίβολο, ένας πήλινος
χάρτης των αγγειοπλαστών βοηθά να
«μετρήσεις» τα νησιά στον ορίζοντα.
Κι ύστερα η δύση: ο ήλιος «πέφτει» στη
θάλασσα, αφήνοντας αχνοπορτοκαλιά
γραμμή στο Αιγαίο. Είκοσι δύο βαθμοί,
δροσιά και σιωπή — θέα που σβήνει
τα πάντα. Και τότε συνειδητοποιείς: η
Σίφνος δεν μετριέται μόνο σε χωριά και
παραλίες. Μετριέται και σ’ εκκλησάκια.
Περισσότερα από 350, σκορπισμένα σε
κορφές και βράχια, με μπλε τρούλους
να λαμπυρίζουν στο φως. Όπου κι αν
στραφείς, λευκό και μπλε, όσο πάει.
Πίσω στο Τουρλάκι, η ταβέρνα
«Ηλιοβασίλεμα» / όλα στα κάρβουνα
– όσο κι αν ακούγεται αντιφατικό,
πίσω από τη σχάρα ξετυλίγεται το
πιο θεαματικό σούρουπο της Σίφνου.
Αρνίσια παϊδάκια στα κάρβουνα,
μυρωδιές τσίκνας, Ευανθία
Ρεμπούτσικα, εμβληματική δύση κι
ανάμεσά τους κανταΐφι με τυριά και
παστουρμά – η Σίφνος σε μια μπουκιά.
Πλάι μας, ένα τραπέζι με ταπεινή
ρεβιθάδα – κάποτε μαγειρεμένη σε
πήλινο, μες στον ξυλόφουρνο, ολονυχτίς
το βράδυ του Σαββάτου, να είναι έτοιμη
την Κυριακή: ρεβίθια, κρεμμύδι, λάδι,
Ήχος που γεμίζει τον αέρα.
δεντρολίβανο, νερό από το πηγάδι∙
λιτότητα που αγγίζει τα όρια του ιερού.
Εδώ συνεχίζει να σερβίρεται δίπλα
στα πιο πληθωρικά, σαν να θυμίζει την
άλλη όψη του νησιού. Να, η Σίφνος: ένα
πιάτο ρεβίθια πλάι σε ένα κανταΐφι με
παστουρμά, όλα κάτω από το ίδιο φως
που κάνει τα αντίθετα να σμίγουν.
Όμορφη, ναι. Μα απευθύνεται πια
σε λίγους. Και ίσως αυτή είναι η πιο
σκληρή της αντίφαση.
Προτάσεις
info's
Πίσω απ’ τα γκουρμέ καφενεία,
υπάρχει η βαριά μνήμη:
μεταλλεία σιδήρου και χρυσού
από την αρχαιότητα ως τον 19ο
αιώνα — πλούτος, φτώχεια,
πληγές στο τοπίο, άνθρωποι στα
έγκατα για ένα κομμάτι ψωμί.
Τα εγκαταλελειμμένα στόμια,
διάσπαρτα ακόμη, θυμίζουν
πως ο τόπος δεν ήταν πάντα
προορισμός∙ ήταν χώρος μόχθου.
Οι πιο δυσπρόσιτες παραλίες
κρατούν ακόμη την αυθεντικότητα:
Φυκιάδα, Βρουλίδια, Βλυχάδα
— χωρίς δρόμο, μόνο καΐκι ή
μονοπάτι. Τιρκουάζ θάλασσα,
γυμνά βράχια, ο ήχος του αέρα.
Ναι, υπάρχει κι αυτή η Σίφνος.
Η Σίφνος είναι γεμάτη γατούλες
— πλατείες, σοκάκια, σκαλιά.
Ακόμη και… μαγνητάκια. Ο Δήμος
μεριμνά για οργανωμένη σίτιση,
κι έχουν γίνει χαρακτηριστικό
στοιχείο της ζωής.
Από τη Σίφνο πας μονοήμερη
στη Σέριφο ή την Κίμωλο: με
καΐκι από το Βαθύ ή — απείρως
οικονομικότερα — με το πλοίο της
γραμμής