Με ρυθμό πεταλιάς
Απ’ τον Ταΰγετο στο νοτιότερο άκρο της Ευρώπης
Μηλιά – Πλάτσα
Πρωινό ξύπνημα. Η δροσιά της νύχτας είχε χαθεί και τα
σύννεφα κρατούσαν ακόμη πείσμα γύρω από τις κορυφές.
Ήταν η μέρα που θα αποχαιρετούσα τον καταπράσινο
παράδεισο της μεσσηνιακής Μάνης. Μα πριν μπει για
τα καλά το γυμνό, πέτρινο τοπίο της Μέσα Μάνης, θα
αποζημιωνόμουν με εικόνες που μυρίζουν ακόμα Ταΰγετο.
Ανηφορίζοντας προς τη Δρυόπη, τίποτα δεν προμήνυε
την ομορφιά που ακολουθούσε. Λίγο αργότερα, η πορεία μ’
έφερε στη μεγάλη χαράδρα που κατεβαίνει από το δάσος
Το Λιμένι από ψηλά. Ο κόλπος απλώνεται σαν ζωγραφιά,
με την Αρεόπολη να καραδοκεί λίγο πιο πίσω.
της Βασιλικής. Πάνω δεσπόζει η Μαυροβούνα, 1.300 μέτρα
ψηλότερα· στον μυχό, το Καρυοβούνι: λίγα σπίτια, μια
εκκλησία, μια ταβέρνα κι ένα τοπίο που θυμίζει Ήπειρο. Σου
’ρχεται να παρατήσεις ποδήλατο και να χαθείς στα έλατα.
Πιο βαθιά, η Μηλιά, με τους συνοικισμούς της πνιγμένους
στο πράσινο. Στην πλατεία της, δίπλα στην εκκλησία του 14ου
αιώνα, απόλαυσα ένα λιτό πρωινό στο καφενείο — ελιές,
τυρί, παξιμάδι. Φεύγοντας, η κυρά περνά από την πίσω
πόρτα: «για τον δρόμο», μου ψιθυρίζει και με φορτώνει δυο
πορτοκάλια, σιωπηλή συμμαχία να μην το δει ο άντρας της.
Ο χωματόδρομος με βγάζει πάλι στην άσφαλτο και η κατηφόρα προς Γερολιμένα έρχεται σαν δώρο. Αντοχές στο όριο, αλλά η ανταμοιβή είναι άμεση: παραλιακή ταβέρνα, σκιά, νερό, και το πρώτο σύγκλινο του ταξιδιού.
Οι βεντέτες, αναπόφευκτες, άφηναν πίσω τους αίμα και χρέη εκδίκησης, ενώ τα μοιρολόγια τις νομιμοποιούσαν.
Φεύγοντας από τη Μηλιά, τα
πορτοκάλια έκαιγαν στα χέρια σαν
μικροί ήλιοι. Δεν ήταν το δώρο, ήταν ο
τρόπος: ένα ψίθυρο συνωμοσίας, ένα
χαμόγελο που κρυβόταν πίσω από την
αυστηρότητα του άντρα της. Εκείνη
η μυστική πράξη ήταν πιο δυνατή κι
από κάθε τουριστική φιλοξενία. ήταν
η ουσία της Μάνης: σκληρή στην όψη,
μα με καρδιά που ανοίγει σε στιγμές
σχεδόν μυστικές. Ο τόπος μοιάζει μ’
αυτά τα πορτοκάλια — τραχύς απέξω,
γλυκός μέσα.
Με τον Ταΰγετο πίσω μου
κατηφορίζω την αγκαλιά του
βουνού, περνώ την Κυβέλεια και
φτάνω Πλάτσα. Κάνω παράκαμψη
ως την Πηγή, το «γερμανοχώρι»:
ανακαινισμένα σπίτια, αγορασμένα
από Γερμανούς που κάποτε ήρθαν και
τελικά έμειναν… Χαμηλές κουβέντες
στα γερμανικά, ελληνικά μόνο στην
ταβέρνα. Επιστροφή από το παλιό
καλντερίμι — στενό, με ξερολιθιές — οι
παλιοί πέτρινοι «δρόμοι» ανάμεσα στα
χωριά, φτιαγμένοι και για σύνδεση και
για ενέδρα. Στις «Μουριές», μπακάλικοκαφενείο
βγαλμένο από τη δεκαετία
του ‘50: ράφια με όσπρια, χύμα
κρασί, λεκάνες, γλάστρες, δυο-τρία
τραπεζάκια· έξω, αυλή γεμάτη παρέες
και ένας γέρος με τεράστια γκλίτσα.
Κάθομαι, γεμίζω παγούρι, κοιτώ την
ανηφόρα που έρχεται…
Στο Οίτυλο και το Λιμένι
Νότια, το τοπίο αλλάζει γρήγορα.
Θαλάμες και Λαγκάδα, πρώτα
πυργοχώρια. Στις Θαλάμες, πάνω
σε έναν παλιό τοίχο, ένα σιδερένιο
σήμα του ΗΣΑΠ — σαν ξεχασμένο
καμέο. Η ζέστη ανεβαίνει· η βλάστηση
χαμηλώνει· πέτρα και θάμνοι παίρνουν
τη θέση των δέντρων. Ο Ταΰγετος χάνει
ύψος· ο δρόμος με βγάζει στο Οίτυλο:
πυκνός πέτρινος ιστός, έρημα στενά, κι
ένα αρχοντικό-πύργος με πολεμίστρες
και πλάκα του 1342: «ΟΙΚΟΣ ΤΩΝ
ΜΕΔΙΚΩΝ-ΓΙΑΤΡΙΑΝΩΝ». Κλάδος των
Μεδίκων της Τοσκάνης ρίζωσε εδώ
τον 15ο αιώνα, εξελληνίστηκε σε
«Γιατριάνους» και άφησε χνάρι.
Το Νέο Οίτυλο, ψαροχώρι στον
κόλπο, μ’ έδωσε μια πρώτη ανάσα
θάλασσας. Το απόγευμα, στο
εκκλησάκι του Αγίου Προκοπίου, η μέρα
έκλεισε λιτά. Το Λιμένι την επομένη
μ’ υποδέχτηκε σαν καρτ-ποστάλ:
πέτρινα σπίτια, ξενώνες, βίλες, όλα
αμφιθεατρικά στον κόλπο. Στο κέντρο,
το Παλάτι των Μαυρομιχαλαίων δεν
είναι απλώς οικοδόμημα· είναι σκηνή
όπου παίζεται ξανά και ξανά η ιστορία.
Οι αυλές του κουβαλούν βήματα
πολεμιστών, ψιθύρους για συμμαχίες,
αλλά και κλάματα μοιρολογιών. Η
θάλασσα μπροστά του μοιάζει ήρεμη,
κι όμως κάθε κύμα της φέρνει τον
απόηχο μιας κανονιάς.
Η Αρεόπολη και οι
Μαυρομιχαλαίοι
Η ιστορία των Μαυρομιχαλαίων
είναι άρρηκτα δεμένη με τη Μάνη.
Από τον 14ο αιώνα, όταν ένας
πρόγονός τους, ο Μαύρο-Μιχάλης,
κατέφυγε εδώ από τη Θράκη, ως τον
Πετρόμπεη, τελευταίο Μπέη της Μάνης,
η οικογένεια σφράγισε τον τόπο. Ο
Πετρόμπεης μύησε τους Μανιάτες στη
Φιλική Εταιρεία και ύψωσε το λάβαρο
της επανάστασης στις 17 Μαρτίου 1821
στην Αρεόπολη. Μόλις λίγες μέρες
μετά, τα μανιάτικα σώματα μπήκαν
στην Καλαμάτα, γράφοντας την αρχή
του Αγώνα.
Αλλά η ιστορία έχει και σκοτεινές
σελίδες. Η σύγκρουση με τον
Καποδίστρια, η φυλάκιση του
Πετρόμπεη, η δολοφονία του
κυβερνήτη από τα παιδιά της
οικογένειας — όλα αυτά δείχνουν την
ατίθαση ιδιοσυγκρασία της Μάνης. Μια
γη που πολεμούσε για την ελευθερία
αλλά δυσκολευόταν να υποταχθεί σε
κεντρική εξουσία.
Η Αρεόπολη, με τα καλντερίμια και
τους πύργους, κρατά ακόμη ζωντανή
αυτή την ιδιοσυγκρασία. Με το πρώτο
φως, παραλιακά ως το Λιμένι, επίνειο
της Αρεόπολης. Τουρισμός που τρέχει,
αλλά το Παλάτι των Μαυρομιχαλαίων
δεσπόζει — πέτρα, αυλή, ιστορία.
Φιδάκι στην πλαγιά και πάνω στην
Αρεόπολη, την «πρωτεύουσα» της
Μάνης, από την Τσίμοβα (πόλη του
διαβόλου) στο όνομα του πολεμοχαρή
θεού Άρη (1836).
Στην πλατεία της 17ης Μαρτίου,
απέναντι από τους Ταξιάρχες, το
μνημείο θυμίζει το λάβαρο. Στα στενά,
συκιές και κληματαριές ξεφυτρώνουν
από τις αυλές, ενώ οι πέτρινοι τοίχοι
κουβαλούν αιώνες μνήμης. Ένας
καφές στην πλατεία Αθανάτων με τον
ανδριάντα του Πετρόμπεη δεν είναι
απλή στάση· είναι συνάντηση με την
Ιστορία: εκεί ύψωσαν οι Μανιάτες, με
πρώτο τον Πετρόμπεη, το λάβαρο. Έξι
μέρες μετά, ελεύθερη Καλαμάτα.
Στη δυτική πλευρά, ο ξυλόφουρνος
της «κυρά Μηλιάς», ο παλιότερος
φούρνος της Μάνης: πάνω από
δύο αιώνες ζυμώματα. Παίρνω
κρακεράκια, παξιμάδι, γλυκό του
κουταλιού. Μετά, χαμένος στα
καλντερίμια — άλλα πνιγμένα στο
πράσινο με κληματαριές, άλλα ξερά,
καθάρια, με ξερολιθιές να χωρίζουν
μικρούς κήπους. Αναστηλωμένοι
πύργοι, μισορημαγμένα σπίτια που
περιμένουν σειρά. Καφές στην πλατεία
Αθανάτων, βλέμμα στον ανδριάντα
του Πετρόμπεη, και πορεία προς το
υψίπεδο.
Πύργοι, βεντέτες και μοιρολόγια
Νότια της Αρεόπολης, ο δρόμος με
φέρνει σε μια εντελώς μανιάτικη
εικόνα: πύργοι που ξεφυτρώνουν
παντού, άλλοτε ορθοί κι αγέρωχοι,
άλλοτε ερειπωμένοι. Στη Χαρούδα,
στον Μέζαπο, στη Νόμια, στην Κοίτα·
κι ανάμεσά τους μοναχικά «ξεμόνια»,
χτισμένα σε όρια κτημάτων, σημάδια
εξουσίας και φόβου.
Οι πύργοι δεν ήταν απλώς σπίτια.
Ήταν οχυρά, τόποι δύναμης και
σύμβολα οικογενειακής ισχύος. Από
τον 13ο αιώνα, με τους Φράγκους και
τους «γασμούλους», ως τον 15ο με
τους μισθοφόρους που γύριζαν απ’
τα Επτάνησα, οι Μανιάτες έμαθαν να
χτίζουν φρούρια. Η ισχύς μετρούταν
με τα «ντουφέκια», τους άνδρες που
μπορούσαν να φέρουν όπλο. Οι
βεντέτες, αναπόφευκτες, άφηναν πίσω
τους αίμα και χρέη εκδίκησης, ενώ
τα μοιρολόγια τις νομιμοποιούσαν.
Οι γυναίκες έσκιζαν την πέτρα με
τις φωνές τους. Δεν ήταν απλός
θρήνος. ήταν προφορική ιστορία
που δέσμευε τους ζωντανούς. Σαν
πέτρα που ρίχνεται στο νερό, οι στίχοι
δημιουργούσαν κύκλους που έφταναν
μακριά, φορτώνοντας τις γενιές με
καθήκον. Ποδηλατώντας ανάμεσα σε
ερείπια πύργων και σιωπηλά χωριά,
ένιωθες πως κάθε πέτρα έχει ακούσει
τέτοια μοιρολόγια.
Ένα «τηγάνι» στη θάλασσα
Ο κεντρικός δρόμος εδώ είναι ευθύς
και πλατύς — άρα και γρήγορος για
αυτοκίνητα. Τον αποφεύγω με μικρές
παρακάμψεις: Χαριά, Πύργος Διρού
(ο πύργος Σκλαβουνάκου στέκει σαν
αφίσα) και λίγο πιο ψηλά, Δρύαλο για
ανάσα και θέα. Κάτω, μια χερσόνησος
μοιάζει με αντικριστό τηγάνι – ένα
ξίφος βυθισμένο στη θάλασσα.
Επάνω του τα λείψανα του βυζαντινού
κάστρου της Μαΐνης. Ο ήλιος
αντανακλά πάνω στον ασβεστόλιθο
και η εικόνα μοιάζει με όραμα: κάστρο
που αγρυπνά πάνω στο πέλαγος, τείχη
που γκρεμίστηκαν αλλά συνεχίζουν να
ορίζουν τον ορίζοντα. Στέκομαι λίγο
πιο ψηλά και νιώθω πως αν απλώσω
το χέρι, θα αγγίξω ταυτόχρονα
Μεσσηνιακό και Λακωνικό κόλπο — δύο
θάλασσες που σμίγουν σε μια άκρη
βράχου. Ο αέρας εδώ μυρίζει θυμάρι.
Ο ήλιος καίει κατευθείαν στο κράνος.
Μικρές σκιές, μεγάλα βλέμματα στο
πέλαγος.
Κοίτα και Γερολιμένας
Λίγο πριν την Κοίτα, στην άκρη του
δρόμου, ηρώο με επιγραφή: «Μάχη
Σελινίτσας 11 Μαΐου 1944». Η εποχή
εκείνη κρέμεται ακόμα σαν υγρασία
στο μάρμαρο. Η Κοίτα, «πολυπυργού»,
είναι λαβύρινθος. Πριν στρίψω για Άνω
Μπουλαριούς, πέφτω κατά λάθος στο
νεκροταφείο: πέτρινες «καλύβες» με
μαρμάρινες πλάκες —ακόμα κι εδώ, η
αρχιτεκτονική της Μάνης έχει τη δική
της γραμματική.
Ο χωματόδρομος με βγάζει πάλι
στην άσφαλτο και η κατηφόρα προς
Γερολιμένα έρχεται σαν δώρο. Αντοχές
στο όριο, αλλά η ανταμοιβή είναι
άμεση: παραλιακή ταβέρνα, σκιά, νερό,
και το πρώτο σύγκλινο του ταξιδιού.
Ο Γερολιμένας, άλλοτε εμπορικός
κόμβος της Μέσα Μάνης, σήμερα
ήσυχος κόρφος με μαγαζιά δίπλα στη
βοτσαλωτή λωρίδα και ορθοπλαγιές
που κλείνουν το βλέμμα.
Το βράδυ συνεχίζω λίγα χιλιόμετρα:
Άγιος Νικόλαος στο Γιαλί. Αρμυρίκια,
μικρή προβλήτα, δυο ανεμόμυλοι και
δύο πύργοι. Κρύα βουτιά, βόλτα στους
πύργους, ύπνος με το κύμα.
Βάθεια
Η μέρα έχει σαφή στόχο: να πατήσω
μέχρι τον φάρο του Ταινάρου, το
νοτιότερο άκρο της ηπειρωτικής
Ευρώπης. Περνώ Άλικα και ανεβαίνω
βασανιστικά στη Βάθεια. Στέκει σαν
σκηνικό, με τους πύργους της να
μοιάζουν περισσότερο με ανθρώπους
παρά με πέτρες. Ο άνεμος σέρνει τις
ιστορίες τους μέσα από τα παράθυρα
που χάσκουν άδεια. Σαν ολόσωμη
υπογραφή της Μέσα Μάνης — λίγα
σπίτια κατοικημένα, πολλοί επισκέπτες,
αρχιτεκτονική που δεν σηκώνει
Σαν ολόσωμη υπογραφή της Μέσα Μάνης, η Βάθεια. Λίγα σπίτια κατοικημένα, πολλοί επισκέπτες, αρχιτεκτονική που δεν σηκώνει βιασύνη.
βιασύνη. Ο ΕΟΤ αναπαλαίωσε κάποιους πύργους στα ’80s,
μα η εγκατάλειψη επέστρεψε. Κι όμως, πλήθη επισκεπτών
ανεβαίνουν για να θαυμάσουν την αρχιτεκτονική τους. Κι
ύστερα, το βράδυ στους Αγίους Αναργύρους: το ξωκλήσι
δροσερό, και μακριά, στην πλαγιά, ένα πανηγύρι φώτιζε τη
νύχτα σαν αστερισμός. Στον ύπνο μου, οι ήχοι των βιολιών
μπλέκονταν με το κύμα — σαν η Μάνη να μη θέλει ποτέ να
σωπάσει εντελώς.
Ταίναρο: ο φάρος, οι μύθοι, η λεπτή λωρίδα γης
Την επόμενη ο δρόμος μετά τραβάει πάνω–κάτω στις γυμνές,
κοφτερές πλαγιές του Σαγγιά. Από ένα διάσελο φαίνονται
μαζί Μεσσηνιακός και Λακωνικός — η γεωγραφία σου κάνει
μάθημα χωρίς λόγια. Κατηφορίζω Πόρτο Κάγιο, Μαρμάρι,
και φτάνω Κοκκινόγεια: οικισμός-υπόνοια, ένα εστιατόριο
κέντρο ζωής. Εδώ στέκουν τα ερείπια των Αγίων Ασωμάτων,
χτισμένων με υλικά από τον αρχαίο ναό του Ταινάριου
Ποσειδώνα (5ος π.Χ.), όπου ο Ποσειδώνας λατρευόταν ως
θεός του Κάτω Κόσμου. Γύρω απλωνόταν η ιερή Ταίναρος, με
λιμάνι και δεξαμενές.
Πριν μπω στο μονοπάτι, χρειάζομαι δροσιά. Ο Κώστας,
τριαντάρης σερβιτόρος, μου λέει δυο κουβέντες για τη
ζωή του ως ένοπλος φύλακας σε εμπορικά πλοία στα νερά
της Σομαλίας. Τώρα γύρισε πίσω για μελισσοκομία. Σε μια
πρόταση χωρά όλη η απόσταση που διανύει ένας άνθρωπος
για να βρει ρυθμό.
Το μονοπάτι ξεκινά στο τέλος του δρόμου. Ξερό τοπίο,
αγκάθια, σπασμένος ασβεστόλιθος. Το «Άστρον της Αριάς»,
ένα ελληνιστικό ψηφιδωτό, σου ρίχνει μια ασπρόμαυρη ματιά
καθώς περνάς. Το μονοπάτι στένευε και οι πέτρες άστραφταν
κάτω από τον ήλιο. Όσο πλησίαζα, ένιωθα πως κάθε βήμα
με πήγαινε πιο κοντά σ’ ένα κατώφλι αόρατο, εκεί όπου
συναντιούνται οι ζωντανοί με τους περασμένους. Το Ταίναρο
δεν είναι μόνο γεωγραφία. είναι μνήμη και μύθος, το χέρι που
μπήγει τη λόγχη του στη Μεσόγειο. Κι όταν φάνηκε ο φάρος
από μακριά, ήταν μαρτυρία πως ακόμα και στο τέλος της
στεριάς, ο άνθρωπος ψάχνει φως.
Πέτρα και ουρανός στον φάρο του 1887, που είναι γαλλικής
κατασκευής με γωνιόλιθους που θυμίζουν τους πύργους της
Βάθειας. Εδώ η γη γίνεται λόγχη: ανάμεσα σε Μεσσηνιακό και
Λακωνικό μένουν τριάντα βήματα. Κάποιοι λένε πως «Μάνη»
βγήκε από το λατινικό manus — χέρι — άλλοι από το «μάινα»
των ναυτικών που κατέβαζαν πανιά για να περάσουν. Ό,τι κι
αν ισχύει, ο άνεμος σε πιάνει από το στήθος και σε αδειάζει.
Σκιερή πλευρά του φάρου, δυο κουβέντες με πεζοπόρους,
επιστροφή με το μυαλό σε ένα πιάτο φαγητό — το εστιατόριο
όμως ασφυκτιά από τουρίστες. Πάω ως Αχίλλειο, σιωπή. Από
ένα μπαλκόνι ακούγεται θόρυβος από μαχαιροπίρουνα. με
στέλνουν απέναντι, στο Πόρτο Κάγιο. Κατεβαίνω–ανεβαίνω
ξανά, τρώω κοιτώντας τον κόρφο. Η τελευταία ανάβαση
ξεκινά αργά: τα πρώτα 15% κλίσης είναι η δοκιμασία, μετά
βρίσκεις ρυθμό, στάσεις μικρές, ανάσα βαθιά, ως τους Αγίους
Αναργύρους στα 230 μ. Νύχτα. Μακριά, στην Αγία Ειρήνη, ένα
πανηγύρι ανάβει τη ράχη σαν αστέρι. Κλείνω την πόρτα του
ξωκλησιού. Σιωπή.
Λάγια – Κότρωνας
Το πρωί, οι ανηφόρες καίνε λιγότερο. Σκαρφαλώνω στα
Κορογονιάννικα και μπαίνω Λάγια — γνωστή για τους
κόλουρους πύργους της, πιο φαρδιούς στη βάση. Στην
πλατεία, ο ανδριάντας του αντιπλοίαρχου Αντ. Βλαχάκου (Ίμια,
31/1/1996) τραβά το βλέμμα.
Κατηφορίζω στα Δημαρίστικα — πέτρινο χωριό
καμουφλαρισμένο στο τοπίο — και βγαίνω Κοκκάλα. Ο
δρόμος, με μικρά «σκαμπανεβάσματα» πάνω από απόκρημνες
ακτές, με πάει στο Φλομοχώρι. Ανεβαίνω ως τον οχυρωμένο
πυρήνα του: πύργοι με χρονολογίες 1810–45 χαραγμένες
στους γωνιόλιθους, ύψος πάνω από 12 μέτρα, αρχιτεκτονική
χωρίς περιττά στολίδια. Στο τέλος της μέρας, ο Κότρωνας.
Φαγητό και βουτιά στον Άγιο Σπυρίδωνα, μικρή βραχονησίδα
δεμένη με λιμενοβραχίονα. Από πάνω, η σελήνη κάνει το νερό
να μοιάζει με λιωμένο κασσίτερο. Κοιμάμαι έξω.
Γύθειο – το κλείσιμο του κύκλου
Μένουν 31 χλμ. ως Γύθειο. Προς το Σκουτάρι, ο Ταΰγετος
ανοίγεται στην καλύτερη εμφάνισή του· ο Προφήτης Ηλίας
κρατά μικρές χιονούρες — απόδειξη ότι το βουνό έχει τον
δικό του χρόνο. Στην Αγία Βαρβάρα, μια βυζαντινή εκκλησία
του 12ου αιώνα βάζει εμβόλιμο κεφάλαιο. Στο Σκουτάρι
περνώ τον μισοερειπωμένο πύργο των Καλκαντήδων (1770).
Έπειτα ελαιώνες και πράσινο, μικρές κλίσεις, θάλασσα στο
πλάι, και να το Γύθειο.
Η πόλη απλώνεται παραλιακά, με νησιώτικο αέρα
περισσότερο παρά «μανιάτικο». Νεοκλασικά κτίρια,
πρώτο ανάμεσά τους το Δημαρχείο του Ερνέστου Τσίλλερ.
Ρωμαϊκά κατάλοιπα — το θέατρο αναστηλωμένο — και
το Μαραθονήσι, η νησίδα με τον πύργο του Τζανετάκη
Γρηγοράκη (1829), σήμερα μουσείο. Εδώ οι Γρηγοράκηδες
ύψωσαν, 23 Μαρτίου 1821, σημαία. Στο ανατολικό άκρο, ο
πέτρινος φάρος του 1872 κλείνει την εικόνα.
Αργά το απόγευμα, λεωφορείο για Αθήνα. Το ποδήλατο
στο κάτω μέρος, το μυαλό ακόμα στους δρόμους. Πρώτη
πολυήμερη διάσχιση που δεν ήταν «απλώς» διαδρομή: ήταν
τρόπος να διαβάσω τη Μάνη. Με ρυθμό πεταλιάς, η ιστορία
μένει καλύτερα.
Προτάσεις
info's
Η διάσχιση της Μάνης με ποδήλατο δεν είναι εύκολη,
αλλά αξίζει κάθε ανηφόρα. Ιδανικές εποχές: άνοιξη
και φθινόπωρο, όταν ο ήλιος δεν καίει ανελέητα. Μετά
την Αρεόπολη η σκιά λιγοστεύει, οπότε δύο παγούρια
είναι απαραίτητα, όπως και ανεφοδιασμοί σε Πλάτσα,
Αρεόπολη, Γερολιμένα, Πόρτο Κάγιο, Κότρωνα.
Ο κεντρικός άξονας προς τα νότια είναι γρήγορος λόγω
αυτοκινήτων· καλύτερα να επιλέξετε παρακάμψεις μέσα
από τα χωριά.
Η μανιάτικη κουζίνα συνοδεύει ιδανικά τη διαδρομή:
σύγκλινο (καπνιστό χοιρινό) και λαλάγγια (τηγανίτες) είναι
τα πιο χαρακτηριστικά πιάτα, μαζί με τοπικά τυριά και
μέλι από θυμάρι και φασκόμηλο.
Μικροί φούρνοι, όπως της «κυρά Μηλιάς» στην
Αρεόπολη, προσφέρουν παξιμάδια, κρακεράκια και
γλυκά του κουταλιού για το δρόμο.
Στον Γερολιμένα και το Πόρτο Κάγιο οι ψαρομεζέδες
συμπληρώνουν την εμπειρία, με το κύμα να φτάνει
σχεδόν στα τραπέζια.