Skip to main content
Αν αφήσει κανείς τα Ιωάννινα και τραβήξει βορειοδυτικά, στις πλαγιές της Τύμφης, θα συναντήσει ένα χωριό που μοιάζει να λούζεται διαρκώς στο φως. Το Ηλιοχώρι, σε υψόμετρο χιλίων μέτρων και μόλις 71 χλμ. από την πρωτεύουσα της Ηπείρου, είναι ένας τόπος που συνδυάζει ιστορία, μνήμες και μια φύση που σμιλεύει ψυχές.

Από το Ντομπρινόβο στο Ηλιοχώρι
Στα παλιά χρόνια ήταν γνωστό ως Ντομπρινόβο – όνομα
σλαβικής προέλευσης που σημαίνει «Καλό Νέο». Η ιστορία
του χάνεται στα βάθη του χρόνου: ήδη από τον 11ο αιώνα
π.Χ. υπήρχαν μικρές κοινότητες στις γύρω τοποθεσίες
Ρασκιανά, Λιποχώρι, Κουκουρούνζου και Σούρι. Αργότερα,
οι κάτοικοι αναζήτησαν καλύτερο τόπο με άφθονο νερό και
εγκαταστάθηκαν εδώ, ενώ κάποιοι πήγαν στη Λάιστα, τότε
γνωστή ως Λισινίτζα.
Το χωριό βίωσε τη μακρά σκιά της τουρκοκρατίας (1463–1912),
απολαμβάνοντας όμως τα ιδιαίτερα προνόμια του Ζαγορίου.
Στα τέλη του 19ου αιώνα γνώρισε τη μεγαλύτερη ακμή του:
οι κάτοικοί του ήταν φημισμένοι κτηνοτρόφοι, γεωργοί και
έμποροι, ταξιδεύοντας με γαϊδούρια και άλογα σε ολόκληρα τα
Βαλκάνια. Τους χειμώνες γίνονταν μάστορες της πέτρας και του
ξύλου, σκορπώντας την τέχνη τους σε μακρινές χώρες.
Η εκπαίδευση είχε ξεχωριστή θέση: ήδη πριν το 1914
λειτουργούσε σχολείο κοριτσιών, πάνω από το σημερινό
δημαρχείο, εκεί όπου τα νεαρά κορίτσια μάθαιναν να υφαίνουν.
Το κτίριο κάηκε το 1912, αλλά ξαναγεννήθηκε από τις στάχτες
του και λειτούργησε ξανά το 1927.
Όμως η μοίρα δεν ήταν πάντα γενναιόδωρη. Η ασιατική
γρίπη του 1916 αποδεκάτισε τον πληθυσμό, ενώ ο Β’ Παγκόσμιος
Πόλεμος έφερε φωτιά και καταστροφή. Το 1943 οι Γερμανοί
πυρπόλησαν μεγάλο μέρος του χωριού και λίγα χρόνια
αργότερα, στον εμφύλιο, οι ζημιές συμπλήρωσαν την καταχνιά.
Πολλοί Ηλιοχωρίτες αναγκάστηκαν να πάρουν τον δρόμο της
ξενιτιάς – άλλοι σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, άλλοι
στη Θεσσαλία και τη Μακεδονία. Το 1926 το Ντομπρινόβο
μετονομάστηκε σε Ηλιοχώρι – όνομα που του ταιριάζει απόλυτα,
αφού οι πλαγιές του καθρεφτίζουν τον ήλιο σε κάθε ώρα της
μέρας.
Σήμερα, το Ηλιοχώρι στέκει αγέρωχο, με τα πέτρινα σπίτια
του, τα στενά ψηλά παράθυρα, τα ξύλινα μπαλκόνια και τις
στέγες από πλάκα. Οι αυλές ανοίγονται πίσω από μεγάλες
καμαρωτές εισόδους, που μοιάζουν να καλωσορίζουν τον
επισκέπτη πριν ακόμη μπει στο σπίτι.
Το χωριό αποτελεί πύλη προς τον Εθνικό Δρυμό της Πίνδου,
εκεί όπου ζει η καφέ αρκούδα – προστατευόμενο είδος
του WWF. Κι αν κάτι δεν αλλάζει ποτέ, είναι η φιλοξενία:
οι Ηλιοχωρίτες σε κερνούν παραδοσιακές πίτες με χόρτα,
κολοκύθι, φέτα και αυγά, και διηγούνται ιστορίες μιας ζωής
δεμένης με το βουνό.
Ακόμη κι ο Δημήτρης Χατζής, στο «Διπλό Βιβλίο», δεν μπόρεσε
να μείνει ασυγκίνητος· μίλησε για ανθρώπους με «μεγάλες
καρδιές και καθαρά μυαλά». Έτσι είναι οι Ηλιοχωρίτες, κι έτσι
παραμένει το χωριό τους – φωτεινό, ανθεκτικό, γεμάτο ιστορία
και αυθεντικότητα.


Το μονοπάτι των καταρρακτών
Η διαδρομή ξεκινά από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου (1850),
μία από τις μεγαλύτερες των Ζαγοροχωρίων. Στη μεγάλη
της αυλή δεσπόζει ο αιωνόβιος πλάτανος, με περίμετρο 10,5
μέτρων – από τους μεγαλύτερους σε όλη την Ελλάδα. Για πάνω
από έξι αιώνες αποτέλεσε σημείο συνάντησης και γιορτής.
Από εκεί ξεκινά το σηματοδοτημένο μονοπάτι που οδηγεί
στους περίφημους καταρράκτες «Μπάλντα ντε Στρίγγα». Το
φθινόπωρο είχε ήδη ντύσει το τοπίο με τα ζεστά του χρώματα

Τα φύλλα, άλλοτε πράσινα και δροσερά, τώρα είχαν γίνει
χρυσοκόκκινα, πορτοκαλιά και κεχριμπαρένια, και στρώνανε
σαν χαλί τη γη. Η ατμόσφαιρα μύριζε υγρασία και φρέσκο
χώμα, ενώ το ψιλό αεράκι έφερνε μαζί του το θρόισμα των
δέντρων.
Στην αρχή της διαδρομής στάθηκα στο πέτρινο γεφύρι του
Πέτσου, ένα μονότοξο έργο τέχνης που με δέος αγκάλιαζε
το «Μεγάλο Ρέμα». Εκεί, για λίγο, άφησα τη φαντασία μου
να ταξιδέψει σε εποχές παλιές, τότε που το γεφύρι ένωνε
ανθρώπους, μονοπάτια και ιστορίες. Προχωρώντας πιο
κάτω, το μονοπάτι άρχισε να κατηφορίζει. Τα ξύλινα στηθαία,
σιωπηλοί συνοδοιπόροι, με κράτησαν ασφαλή στις πιο
απότομες στιγμές της διαδρομής.
Μετά από περίπου είκοσι λεπτά πεζοπορίας, φτάνεις σε μια
μικρή βρύση, σκαλισμένη στην πέτρα. Το νερό τρέχει αδιάκοπα
και δίπλα υπάρχουν ξύλινα παγκάκια για τον κουρασμένο
οδοιπόρο. Είναι ένα ιδανικό σημείο για στάση: να ξαποστάσεις,
να ακούσεις το νερό, να κοιτάξεις γύρω σου τον φθινοπωρινό
πίνακα. Λίγο παρακάτω, το μονοπάτι περνά από την εκκλησία
του Αγίου Αθανασίου. Λιτή και πέτρινη, με τη σκεπή της
καλυμμένη από πλάκες, στέκει μέσα στο πράσινο σχεδόν
αθέατη. Είναι ένα ήσυχο σημείο, γεμάτο γαλήνη, που μοιάζει να
φυλάει το πέρασμα προς τους καταρράκτες.
Από εκεί και μετά, το μονοπάτι στενεύει και κατηφορίζει. Ο
ήχος του νερού γίνεται όλο και πιο έντονος, ώσπου ξαφνικά,
μέσα από τα δέντρα, ξεδιπλώνεται το θέαμα.
Λίγο πριν φτάσω, άκουσα το βουητό των νερών. Ένας
υπόκωφος, αδιάκοπος παλμός, σαν καρδιά της φύσης που
χτυπούσε όλο και πιο δυνατά. Και τότε, τον αντίκρισα: τον
πρώτο και μεγαλύτερο καταρράκτη. Τα νερά του έπεφταν με
ορμή από ύψος είκοσι πέντε μέτρων, χτυπώντας τους βράχους
και σχηματίζοντας μια βαθιά, γαλαζοπράσινη λίμνη που
καθρέφτιζε τον ουρανό. Η ομίχλη από τα σταγονίδια με τύλιξε,
σαν να ήθελε να με μυήσει στο μυστικό του τόπου.
Η παράδοση μιλά για μια γυναίκα που, προδομένη από την
αγάπη, ρίχτηκε εδώ, αφήνοντας μια κραυγή που αντήχησε ως
το χωριό. Και πράγματι, το όνομα «Balta di Striga» – «η όβιρα
της κραυγής» – μοιάζει να κουβαλά ακόμη εκείνον τον θρήνο.
Στάθηκα για ώρα να παρακολουθώ το νερό να χορεύει με
τους βράχους, να ακούω το τραγούδι του φθινοπώρου και να
νιώθω την ψυχή μου να γεμίζει από ένα κράμα δέους, χαράς και
μελαγχολίας.
Καθώς συνέχισα προς τους άλλους δύο καταρράκτες,
μικρότερους αλλά εξίσου γοητευτικούς, ένιωθα σαν να
περνούσα από σελίδες ενός παραμυθιού. Εκεί, στο τέλος του
μονοπατιού, η φύση είχε υφάνει έναν κόσμο όπου ο χρόνος
σταματά, και ο επισκέπτης μένει άφωνος μπροστά στη δύναμη
και την ποίηση του νερού.


Το οροπέδιο των Σαρακατσάνων
Αφήνοντας πίσω μου τους καταρράκτες, πήρα τον δρόμο για
τον Γυφτόκαμπο. Το τοπίο αλλάζει: οι πλαγιές ανοίγουν, ο αέρας 

γίνεται πιο καθαρός, κι οι κορφές της Τύμφης προβάλλουν

 

Τα νερά έπεφταν από ύψος είκοσι πέντε μέτρων, σχηματίζοντας μια βαθιά, γαλαζοπράσινη λίμνη που καθρέφτιζε τον ουρανό.

μεγαλοπρεπείς. Ο Γυφτόκαμπος δεν
είναι απλώς ένα οροπέδιο
.είναι σημείο
αναφοράς για τους Σαρακατσάνους,
τους νομάδες κτηνοτρόφους που
έστηναν εδώ τις καλύβες τους το
καλοκαίρι.
Απλωμένος σαν ένα φυσικό οροπέδιο,
σε υψόμετρο γύρω στα 1.200 μέτρα,
περιτριγυρίζεται από τις κορφές της
Τύμφης και τα δάση του Ζαγορίου. Το
τοπίο είναι ανοιχτό, με χορτολίβαδα που
το καλοκαίρι γεμίζουν αγριολούλουδα
και το φθινόπωρο παίρνουν ζεστές,
χρυσοκίτρινες αποχρώσεις. Ο αέρας
εδώ είναι καθαρός, σχεδόν «γυμνός»,
και το βλέμμα ταξιδεύει μακριά, ώσπου
χάνεται στις πλαγιές.
Στην καρδιά του οροπεδίου
βρίσκεται ο σαρακατσάνικος οικισμός,
αναπαράσταση της ζωής των
νομάδων που άλλοτε έστηναν εδώ
τα καλύβια τους. Τα καλύβια είναι
κυκλικά ή ελαφρώς οβάλ, φτιαγμένα
από ξύλινο σκελετό και σκεπασμένα
με κλαδιά, φτέρες και χόρτα – υλικά
που βρίσκονταν άφθονα στο βουνό.
Εξωτερικά θυμίζουν μικρούς θόλους που
αναδύονται από τη γη, σχεδόν σαν να
τους γέννησε το ίδιο το τοπίο.
Μπαίνοντας μέσα σε ένα καλύβι, η
αίσθηση είναι μοναδική. Το πάτωμα
είναι χωμάτινο, στρωμένο με δέρματα
ζώων ή χοντρά υφαντά, ενώ στο
κέντρο υπάρχει συνήθως μια εστία για
φωτιά. Η φωτιά δεν ήταν μόνο για
το μαγείρεμα αλλά και για θέρμανση,
φως και συντροφιά. Γύρω από την
εστία συγκεντρωνόταν η οικογένεια,
μιλούσε, έτρωγε, τραγουδούσε. Στις
άκρες υπήρχαν ξύλινα κρεβάτια ή
απλώς παχιά στρώματα από μάλλινα 

υφαντά. Ο χώρος ήταν λιτός, σχεδόν
αυστηρός, αλλά γεμάτος ζωή: όλα όσα
χρειάζονταν για να αντέξει κανείς τον
κύκλο των εποχών.
Το φθινόπωρο, όταν ο ουρανός
σκουραίνει και τα σύννεφα κατεβαίνουν
χαμηλά, ο Γυφτόκαμπος αποκτά μια
μελαγχολική αλλά μαγευτική όψη. Οι
καλύβες, με τις σκούρες σκεπές τους,
μοιάζουν να γίνονται ένα με τη γη,
σαν να περιμένουν τους νομάδες να
επιστρέψουν για να ξαναζωντανέψει
η κοιλάδα. Ο τόπος κρατά ακόμα την
αύρα εκείνης της νομαδικής ζωής – μιας
ζωής αυστηρής αλλά ελεύθερης, που
συνδέθηκε άρρηκτα με τα βουνά της
Ηπείρου.
Οι Σαρακατσάνοι ζούσαν με τα
κοπάδια τους, σε απόλυτη εξάρτηση
από τις εποχές. Οι καλύβες τους,
φτιαγμένες από ξύλα και κλαδιά, ήταν
απλές αλλά λειτουργικές. Η μουσική
τους, με τα κλαρίνα και τις φλογέρες,
αντηχούσε στις πλαγιές, και οι χοροί
τους εξέφραζαν την αντοχή και την
περηφάνια τους.
Σήμερα, στον Γυφτόκαμπο υπάρχει
αναπαράσταση σαρακατσάνικου
οικισμού και κάθε καλοκαίρι
διοργανώνεται το μεγάλο αντάμωμα
των Σαρακατσάνων, που συγκεντρώνει
κόσμο από όλη την Ελλάδα και τα
Βαλκάνια. Φλογέρες, κλαρίνα, χοροί και
τραγούδια γεμίζουν ξανά την κοιλάδα·
μια εμπειρία που σε ταξιδεύει πίσω στον
χρόνο, σε έναν τρόπο ζωής λιτό αλλά
αυθεντικό.

Οι καλύβες των Σαρακατσάνων μοιάζουν να ξεπηδούν από τη γη, σαν να τις γέννησε το ίδιο το τοπίο.

Η γεύση της «Στάνης»
Στην καρδιά του χώρου βρίσκεται και
η ταβέρνα «Στάνη». Στο εσωτερικό
κυριαρχεί η ζεστασιά ξύλινες
λεπτομέρειες, μυρωδιές από τοπικά
φαγητά που ετοιμάζονται εκείνη τη
στιγμή, και ένα χαμόγελο από τους
ανθρώπους που το λειτουργούν,
οι οποίοι σε κάνουν να νιώθεις
σαν φιλοξενούμενος κι όχι απλός
περαστικός. Εκεί καθίσαμε να
ξαποστάσουμε σε ένα ξύλινο τραπέζι
κάτω από το σκέπαστρο, με θέα το
πράσινο των δέντρων, αφήσαμε
τον χρόνο να κυλήσει αργά. Τοπικές
γεύσεις, κρέας στη σχάρα και τις πίτες
του Γιώργου συνόδευσαν το κρασί
μας ενώ μπροστά μας απλωνόταν
το τοπίο που κάποτε φιλοξενούσε
νομάδες κτηνοτρόφους. Η «Στάνη» στον
Γυφτόκαμπο δεν είναι μια συνηθισμένη
ταβέρνα∙ είναι κομμάτι της εμπειρίας της
Σαρακατσάνικης Στάνης.
Καθισμένη στον Γυφτόκαμπο,
κοιτούσα το ηλιοβασίλεμα που έβαφε
τις κορφές με χρώματα πορφυρά.
Φεύγοντας, η αίσθηση ήταν πως δεν

είχα επισκεφθεί απλώς ένα μουσείο,
αλλά είχα σταθεί για λίγο στην καρδιά
μιας παράδοσης που εξακολουθεί να
χτυπά δυνατά. Και υποσχέθηκα στον
εαυτό μου να ξαναγυρίσω.


Το ταξίδι από το Ηλιοχώρι ως εδώ
δεν ήταν απλώς μια βόλτα στη φύση
.
ήταν μια πορεία που γέμισε η ψυχή
και το μυαλό εικόνες. Στο Ηλιοχώρι
γνώρισα την τέχνη και την κληρονομιά
των μαστόρων της πέτρας. Στον
Άγιο Νικόλαο στάθηκα κάτω από τον
πλάτανο που κουβαλάει μνήμες γενεών.
Στο μονοπάτι βρήκα τη βρύση και τον
Άγιο Αθανάσιο, μικρές στάσεις που
κάνουν τη διαδρομή ανθρώπινη. Στους
καταρράκτες άφησα την ψυχή μου να
αγγίξει τη μαγεία του νερού και του
θρύλου. Και στον Γυφτόκαμπο γνωρίσα
τη νομαδική ζωή που ακόμη ανασαίνει.
Η διαδρομή δεν είναι μόνο
φυσιολατρική, είναι και μάθημα
ιστορίας. Γιατί πίσω από το κάθε γεφύρι
και το κάθε μονοπάτι στέκει η πορεία
ενός χωριού που ξαναγεννήθηκε πολλές
φορές από τις στάχτες του. Το 1926 έγινε
Ηλιοχώρι. Όχι απλώς αλλαγή ονόματος,
αλλά υπόσχεση: να κρατά το φως του
ακόμη κι όταν οι εποχές σκοτεινιάζουν.

Προτάσεις

info's

Ταβέρνα «Στάνη» στον
Γυφτόκαμπο


Εδώ η στάση γίνεται εμπειρία:
πίτες ψημένες με τον τρόπο του
βουνού, κρέας στη σχάρα και
κρασί που συνοδεύει τον καθαρό
αέρα του οροπεδίου. Στη «Στάνη»
δεν είσαι περαστικός∙ γίνεσαι
φιλοξενούμενος.


Τηλ.: +30 693 670 6107.

Θα το βρείτε στο

τεύχος 146