Τοπίο που σε βουτάει
Στα μυστικά του Αμβρακικού
Η Άρτα και τα γεφύρια του Άραχθου
Ο Λούρος διανύει ογδόντα χιλιόμετρα από τον νομό Ιωαννίνων
ώσπου να ενωθεί με τον Αμβρακικό, ενώ ο ορμητικός Άραχθος
περνά 55 γεφύρια πριν χυθεί στον κόλπο. Ανάμεσά τους, το
μεγαλύτερο μονότοξο γεφύρι της Ελλάδας, της Πλάκας —
κατέρρευσε το 2015 και αναστηλώθηκε— και, φυσικά, το
ξακουστό Γεφύρι της Άρτας.
Η Άρτα, ήσυχη και ανερχόμενη τουριστικά, είναι χτισμένη στη
θέση της αρχαίας Αμβρακίας. Στα βυζαντινά χρόνια υπήρξε
πρωτεύουσα του Δεσποτάτου της Ηπείρου και ενώθηκε με
την Ελλάδα το 1881. Για δεκαετίες ο Άραχθος υπήρξε φυσικό
Φλαμίνγκο στην Κορωνησία! Οι υγρότοποι του
Αμβρακικού φιλοξενούν σπάνια πουλιά
σύνορο: στα άκρα του γεφυριού λειτουργούσαν τελωνεία, με
την πόλη στον ελληνικό τομέα και τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις
στην οθωμανική πλευρά — ώσπου ο κάμπος απελευθερώθηκε
οριστικά στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912–1913).
Σήμερα, με την Ιόνια Οδό, η Άρτα απέχει λίγες ώρες από Αθήνα
και Θεσσαλονίκη. Καμαρώνει για τα ορεινά της —τα Αθαμανικά
όρη/Τζουμέρκα—, την τεχνητή λίμνη Πουρναρίου και, φυσικά,
τον Αμβρακικό. Λίγο έξω από την πόλη, στο Νεοχώρι, το
παραποτάμιο πάρκο προσφέρεται για καφέ στις όχθες, με τον
ήχο του νερού να συνοδεύει τις κουβέντες.
«Είναι για εκλεκτούς ο Αμβρακικός κι οι εκλεκτοί είναι λίγοι», μας είπε ένας ψαράς στην Κορωνησία.
Η ιστορική Σαλαώρα κι ο φάρος
του Αμβρακικού
Ακολουθούμε τη μεγάλη ευθεία της
λεωφόρου Αμβρακικού και περνάμε από
τους Κωστακιούς, όμορφο χωριό με
πορτοκαλεώνες, λεμονιές και ακτινίδια,
για να καταλήξουμε στη Σαλαώρα. Στα
χρόνια της Τουρκοκρατίας και του Αλή
Πασά υπήρξε ακμαίο λιμάνι, τόπος
εμπορίου και αλατοαγοράς (salagora).
Ο φάρος της Σαλαώρας, μοιάζει
ασάλευτος όπως ο ορίζοντας μπροστά
μου. Το ελαφρύ αεράκι δροσίζει
το πρόσωπό μου και κάνει τα νερά
να ανατριχιάζουν. Στον βραχίονα,
ερασιτέχνες ψαράδες περιμένουν
υπομονετικά «μπας και τσιμπήσει».
Η Κατερίνα, με το καλάμι στο χέρι,
περιμένει να «πάρει» καμιά σουπιά.
Αστειεύεται πως οι σουπιές Κυριακάτικα
πήγαν… εκκλησία, κι έτσι θα λείψει ο
μεζές από το Κυριακάτικο τραπέζι.
Ώρα για μπάνιο. Δεν ανησυχούμε
καθόλου για την θερμοκρασία του
νερού, μιας που η θάλασσα είναι
κλειστή, με αβαθή και ζεστά νερά.
Μόνο τα ψάρια διαταράσσουν τη
γαλήνη του τοπίου. Παφλασμός
ακούγεται από το κυνηγητό τους ,
καθώς τα μεγαλύτερα ψάρια κυνηγάνε
τα μικρότερα. Οι γλάροι, υψηλοί
επιτηρητές, εναέριοι θηρευτές, τα
κυνηγάνε όλα, περιμένοντας την
κατάλληλη στιγμή για την κατακόρυφη
βουτιά τους. Κολυμπάμε αγναντεύοντας
την Κορωνησία με τα νησάκια της που
μοιάζουν να αιωρούνται στο βάθος
του ορίζοντα, ενώ πάνω από το κεφάλι
μας στρίβουν αεροπλάνα για το Άκτιο.
Στιγμές που κάνουν τον χρόνο να
σταματά.
Φυσικά ιχθυοτροφεία και
βασίλεια των πουλιών
Οι λιμνοθάλασσες του Αμβρακικού (24
συνολικά, άνω των 70 τ.χλμ.) λειτουργούν
ως φυσικά ιχθυοτροφεία. Μεγαλύτερες
είναι η Λογαρού, το Τσουκαλιό και
η Ροδιά. Εδώ δραστηριοποιούνται
συνεταιρισμοί ψαράδων: στο
Καλογερικό–Κορωνησία και στην Ανέζα.
Τα πριάρια —γνωστά κι ως γαΐτες— γεμίζουν δίχτυα με
λαβράκια, τσιπούρες, χέλια, κέφαλους, γλώσσες, σαρδέλες
και, φυσικά, τη γάμπαρη με τα μεγάλα «μουστάκια».Στις
όχθες, σχοίνα, βούρλα και ψαθιά μοιάζουν με αδιαπέραστους
χρυσαφένιους όγκους. Συνορεύουν με βελανιδιές, φράξα
και ευκάλυπτους. Τα φυλλώματα τους είναι καταφύγια για
τα εναέρια πλάσματα του τόπου. Υδρόβια και παρυδάτια
πουλιά ζουν στις λιμνοθάλασσες, στους βάλτους, στα
παραποτάμια δάση, στα λασποτόπια, στις αμμώδεις παραλίες.
Οι ερωδιοί και τα φλαμίγκος γύρω μας χάρμα οφθαλμών.
Οι αργυροπελεκάνοι (οι πιο μεγαλόσωμοι πελεκάνοι στον
πλανήτη) σχεδιάζουν κομψές πτήσεις πάνω από τα ακύμαντα
νερά, εξασφαλίζοντας το ψαράκι τους.
Οι ψαράδες στα διβάρια μιλούν για θαλάσσιες χελώνες
και ρινοδέλφινα· για τα ψάρια που έχουν λιγοστέψει μετά
τα φράγματα που αλλάζουν τις ροές των νερών. Το διβάρι,
παραδοσιακό ιχθυοφράγμα της λιμονθάλασσας, φτιαγμένο
από καλάμια κι αργότερα από τσιμέντο και μέταλλο,
εκμεταλλεύεται την πλημμυρίδα και την άμπωτη για να ελέγχει
την κίνηση των ψαριών.
Υγρότοποι, μονές και το Σπήλαιο του Άϊ Βλάσση
Δυτικά του Αμβρακικού απλώνεται η λιμνοθάλασσα της Ροδιάς,
υγρότοπος 30 τ.χλμ. γεμάτος κανάλια και χωράφια. Παίρνουμε
το δρόμο για τη Βίγλα, στους πρόποδες του Μαυροβουνίου.
Φτάνουμε στη μονή της Ροδιάς, αφιερωμένη στην Κοίμηση
της Θεοτόκου (1860), στη θέση παλιού καθολικού με το
όνομα «Ρόδον το Αμάραντον». Την πλαισιώνουν αγριελιές
φορτωμένες καρπό και φουντωτές αγριαχλαδιές — οι
γκορτσιές των ντόπιων.
Ένα χιλιόμετρο πιο πέρα, ένα μικρό μονοπάτι οδηγεί στο
Με το πριάρι στη θάλασσα. Η ψαριά της μέρας.
σπήλαιο του Άϊ Βλάση. Στο σκοτεινό εσωτερικό διακρίνονται
τοιχογραφίες και χαραγμένες ημερομηνίες. Από το κιόσκι, η θέα
στο γαλαζοπράσινο του κόλπου κόβει την ανάσα. Σιωπή, μόνο
οι ήχοι από τζιτζίκια και πουλιά σπάζουν το πέπλο του τοπίου.
Κορωνησία – το νησί της Άρτας
Η Άρτα έχει και νησί: σε 25 χιλιόμετρα από την πόλη, η
Κορωνησία ή Πέρα Νησί είναι ένα από τα πιο μεγάλα νησιά του
Αμβρακικού. Φτάνουμε οδικώς διασχίζοντας μια στενή λωρίδα
στεριάς, το Ράμμα. Λέγεται και Κορακονησία από τους πολλούς
κορμοράνους που βρίσκουν άφθονη τροφή και έχουν εξελιχθεί,
με την αύξηση του πληθυσμού τους, σε τρανούς ανταγωνιστές
των ψαράδων.
Στο γραφικό λιμανάκι, καφενεία και ταβέρνες σερβίρουν
φρέσκο ψάρι. Ανηφορίζουμε στον χαμηλό λοφίσκο στο κέντρο
του νησιού για να δούμε την ιστορική εκκλησία της Γεννήσεως
της Θεοτόκου. Στον προαύλιο χώρο το πηγάδι του Οσίου
Ονούφριου (1870), που λέγεται ότι το άνοιξε ο ίδιος σκάβοντας
με τα χέρια του. Στην κορυφή πάνω από το χωριό δεσπόζει
η Κούλια, καλοδιατηρημένο Οθωμανικό παρατηρητήριο
του 1860, χτισμένο με πελεκητή πέτρα. Οι αρχαίοι ελαιώνες
του χωριού, τραβούν την προσοχή μας. Οι σχηματισμοί των
κορμών τους, τους κάνουν να μοιάζουν με φυσικά γλυπτά.
Κοχυλένιες ακτές
Ο δρόμος για τον Φράχτη οδηγεί σε ακτή με καλοκαιρινή
καντίνα («Boheme») και, πια, πρόσβαση για άτομα με κινητικές
δυσκολίες. Ένας χωματόδρομος τη χωρίζει από το κλειστό
διβάρι Σακουλέτσι. Τον ακολουθούμε για να βρεθούμε στην
παραλία του Πεθαμένου. Ίσως έτσι ονομάστηκε γιατί σπάνια
την πιάνει ο καιρός και πραγματικά επικρατεί απέραντη ησυχία.
Ωστόσο, εντελώς απρόσμενα, η νηνεμία στις λιμνοθάλασσες
κι ο απαλός Σιρόκος μπορεί να δώσουν τη θέση τους στα
σύννεφα. Δεν βαριέσαι ποτέ σε αυτόν εδώ τον τόπο με
τις χορταριασμένες νησίδες στεριάς που συναντούν ακτές
στρωμένες με εκατομμύρια κοχύλια. Δυο κόσμοι που δύσκολα
ξεχωρίζει το μάτι αφού ενώνονται στον ορίζοντα – δυο κόσμοι
που συναντώνται και αλληλοκαθρεπτίζονται.
Το παλιό λιμάνι που έγινε Μουσείο
Στα σύνορα Ηπείρου και Αιτωλοακαρνανίας, η Κόπραινα. Ίσως
να πήρε το όνομά της από την κοπριά, μιας που οι ντόπιοι
στάβλιζαν τις αγελάδες τους σε εκείνα τα μέρη. Υπήρξε
ωστόσο σημαντικό λιμάνι στα βυζαντινά χρόνια και στην
Τουρκοκρατία. Οι σκουριασμένες ράγες και τα ανακαινισμένα
κτίρια μαρτυρούν το εμπορικό της παρελθόν. Τα κτίρια, που
κάποτε λειτουργούσαν ως ξενοδοχείο και τελωνείο, έχουν
ανακαινιστεί. Σήμερα φιλοξενούν το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας
που λειτουργεί με τη φροντίδα της Εταιρείας Ανάπτυξης
Αμβρακικού. Περπατάμε στο πλακόστρωτο μονοπάτι, πλάι σε
στενές λωρίδες στεριάς βουτηγμένες στο νερό — γειωνόμαστε.
Η μυρωδιά του αλμυρού αέρα γεμίζει τα πνευμόνια.
Γεύσεις, θάλασσα και θέα στον κόλπο
Το Μενίδι Αιτωλοακαρνανίας είναι γραφικό επίνειο που
προσελκύει Αρτινούς και όχι μόνο. Καλοκαιρινά μπάνια και
χειμωνιάτικες εξορμήσεις συνδυάζονται με ψαροταβέρνες
της παραλίας, γνωστές για την τοπική κουζίνα. Χαλαρώνουμε
στην ακτή, αφήνοντας τη ματιά να πλανηθεί στον Αμβρακικό.
Επιστρέφουμε στην Άρτα από τον λόφο Περάνθης. Από
εκεί ψηλά δεν ξέρουμε προς τα που να κοιτάξουμε: από
τη μια η λίμνη Πουρναρίου και το ιστορικό Πέτα, από την
άλλη ο εύφορος κάμπος που σμίγει με τον κόλπο. Στην πόλη
σταματάμε στο «Αζιμούθιο», δίπλα στην Βυζαντινή εκκλησία
της Αγίας Θεοδώρας, η πολιούχοςτης πόλης. Γευόμαστε
φαγητά μαγειρεμένα με ντόπια προϊόντα και το χαρακτηριστικό
χρυσοκίτρινο ηπειρώτικο λαδάκι.
Βάθρες, φαράγγια και ενετικό κάστρο
Στο νοτιοδυτικό άκρο του Αμβρακικού δύο κωμοπόλεις–
διαμάντια: η Βόνιτσα και η Αμφιλοχία. Στην Αμφιλοχία για
να δοκιμάσουμε το παραδοσιακό γλυκό της περιοχής, το
λαδοριβανί που είναι φτιαγμένο από λάδι, μέλι κι αλεύρι.
Στο δρόμο για την Βόνιτσα, αλλάζουμε λιγάκι πορεία για να
επισκεφτούμε τους καταρράκτες Τρύφου (ή Νήσσας).
Η Νήσσα (στα αρχαία ελληνικά σημαίνει πάπια) είναι ένα από
τα λίγα ποτάμια με θηλυκό όνομα. Πηγάζει από τα Ακαρνανικά
όρη και ρέοντας προς το βορά, διασχίζει ένα υπέροχο φαράγγι
πριν χυθεί στον Αμβρακικό. Στη διαδρομή της σχηματίζει μικρές
και μεγάλες τιρκουάζ βάθρες, οάσεις με κρυστάλλινα νερά που
οι ντόπιοι λένε πως έχουν αναζωογονητικές ιδιότητες.
Θεόρατα πλατάνια, σφενδάμια και σκλήθρα ανάμεσα σε
σμιλεμένους, λευκούς βράχους που μοιάζουν με άκαμπτα
σώματα. Το καλοσυντηρημένο μονοπάτι που ξεκινά από τα
εγκαταλειμμένα ιαματικά λουτρά του Άγιου Βάρβαρου, μας
οδηγεί στους καταρράκτες. Σύντομα το ξύλινο κιγκλίδωμα
τελειώνει, αλλά συνεχίζοντας μέσα στο ποτάμι φτάνεις, μετά
από λίγα λεπτά στον μεγάλο καταρράκτη.
Η Βόνιτσα μας υποδέχεται μεσημέρι, με παραλιακά ουζερί
και ρυθμό ζωής που χτυπά δυνατά. Στη μία πλευρά, η
Κουκουμίτσα, μικρό καταπράσινο νησάκι με το εκκλησάκι του
Αγίου Νεκταρίου που συνδέεται με πεζογέφυρα. Στην άλλη, το
ενετικό κάστρο, περιστοιχισμένο από πανύψηλους ευκάλυπτους.
Φεύγουμε με την υπόσχεση να κρατήσουμε μέσα μας τη
μαγεία του τόπου. «Είναι για εκλεκτούς ο Αμβρακικός κι οι
εκλεκτοί είναι λίγοι», μας είπε ένας ψαράς στην Κορωνησία. Για
όσους μπορούν να μυηθούν στην αύρα του, να βαπτιστούν στα
νερά του και να νιώσουν πως εδώ τα αντίθετα συνυπάρχουν:
παραλίμνια δάση και καλλιέργειες, βάλτοι και κοχυλένιες
παραλίες, δέλτα και φάροι, νησίδες και κανάλια, γεφύρια
που ενώνουν και ρέματα που χωρίζουν. Από τις αντιφάσεις
γεννιέται η αρμονία∙ μια αρμονία φτιαγμένη από ευδαιμονία,
ηρεμία, φιλοξενία – συνύπαρξη.