Βίνσεντ βαν Γκογκ

«Η λύπη θα διαρκέσει για πάντα»

Άνοιξε τα µάτια του. Ο ήλιος του Ιούλη έλουζε το µικρό του δωµάτιο στην Πανσιόν Ravoux. Το στήθος του έκαιγε. Ο Theo πλησίασε στα χείλη του ένα ποτήρι δροσερό νερό. Προσπάθησε να πιει. Αδύνατον. Έγειρε το κεφάλι ξανά στα µαξιλάρια και έκλεισε τα µάτια.
Είδε τον εαυτό του παιδί, στο Χρόουτ-Ζίντερτ, το πιο λιγοµίλητο και ήσυχο ανάµεσα στα αδέλφια του. Η Elisabeth, η Anna και η Wil, οι τρεις του αδελφές να παίζουν µε τις κορδέλες τους, και οι αδελφοί του, ο Theo και ο Cor, να τον καλούν να τους συντροφέψει στα παιχνίδια τους. Μάλλον ήταν λυπηµένος από µικρός.
∆εν αγαπούσε ιδιαίτερα το σχολείο, ούτε υπήρξε αυτό που λένε «καλός µαθητής». Χωρίς ποτέ να έχει επιδείξει ιδιαίτερο ταλέντο, αποφάσισε να γίνει ζωγράφος, αν και µέσα του πίστευε ότι το επάγγελµα του πατέρα του, πάστορας της προτεσταντικής εκκλησίας, θα του ταίριαζε καλύτερα. Άρχισε να ζωγραφίζει, µα τα παράτησε γρήγορα και πήγε κοντά στους µεταλλωρύχους στο Μπορινάζ, ως ιερέας. Κατά τη διάρκεια της θητείας του εκεί ταυτίστηκε µε τους µεταλλωρύχους, τον τρόπο ζωής τους και τις οικογένειές τους. Το πόσο επηρεάστηκε από αυτή την επαφή του µε την εργατική τάξη θα φανεί αργότερα στο έργο του και, ιδίως, στις απεικονίσεις της ζωής στο ύπαιθρο.

Αποφάσισε να καταπιαστεί στα σοβαρά µε τη ζωγραφική. ∆εν πίστευε στο έµφυτο ταλέντο του, ένιωθε ότι έπρεπε να τη σπουδάσει. Ο Theo ήταν πάντα κοντά του σε αυτές τις αναζητήσεις, σε αντίθεση µε τους γονείς τους. Συχνά αναλογιζόταν ότι αν δεν ήταν ο Theo, να τον στηρίζει ηθικά και οικονοµικά, θα είχε γίνει πάστορας. Σκέφτηκε ότι αυτό που του χρειαζόταν ήταν η εξειδίκευση. Αποφάσισε να ξεχωρίσει ζωγραφίζοντας ανθρώπινες µορφές. Εξασκήθηκε πολύ, δοκίµαζε διάφορες τεχνοτροπίες και στιλ, πειραµατίστηκε µε διαφορετική θεµατολογία, ασχολήθηκε µε επιµονή µε την προοπτική, τη σκίαση και την ανατοµία.
Άρχισε µαθήµατα µε τον άντρα της ξαδέλφης του, τον Anton Mauve, δάσκαλο και φίλο του. Τότε ήταν που γνώρισε και τη Sien2. Πόρνη και έγκυος, µε ήδη ένα εξώγαµο παιδί εν ζωή και δύο πεθαµένα, βύθισε την οικογένειά του στην απελπισία και τη φρίκη. Έπεσαν όλοι πάνω του να την εγκαταλείψει. Εκείνος ζούσε µαζί της και τη χρησιµοποιούσε ως µοντέλο. Για ένα χρόνο. Μετά έφυγε, κυνηγώντας τα φαντάσµατά του. Σκέφτηκε πως η οικογενειακή ζωή δεν ήταν για έναν µονήρη καλλιτέχνη.
Έφτασε στο Νούενεν. Ο πατέρας του πεθαίνει κι αυτός φιλοτεχνεί τον πίνακα που πάντα ονειρευόταν: µια πολυπρόσωπη σκηνή µε χωρικούς· τον ονοµάζει «Οι Πατατοφάγοι» και εφαρµόζει στις φιγούρες όλα όσα έχει µάθει. Απογοη-τεύεται, ο πίνακας δεν τον κάνει γνωστό και διάσηµο. Η αυτοεκτίµησή του πέφτει ακόµη πιο χαµηλά. Kαι ήταν κι εκείνος ο καθολικός παπάς, που τον κατηγόρησε πως άφησε έγκυο µία από τις νεαρές χωρικές που πόζαραν για τον πίνακα. Και απαγόρευσε στους ανθρώπους του χωριού να του κάνουν τα µοντέλα.

Ζωγραφίζει µε χρώµατα που αντικατοπτρίζουν τα συναισθήµατά του: χρώµατα γήινα, σκοτεινά, µουντά. Στο Παρίσι θα προσθέσει στην παλέτα του τα φωτεινά χρώµατα των ιµπρεσιονιστών, θα επηρεαστεί από τη δουλειά τους, το πινέλο του θα αποκτήσει τις κοφτές κινήσεις του δικού τους. Θα γνωρίσει τον Paul3 και θα γίνουν στενοί φίλοι. Θα φύγει για άλλη µία φορά, στην Αρλ, και θα γράφει καθηµερινά στον Paul, πιέζοντάς τον να τον επισκεφθεί.
Ο Paul φθάνει στην Αρλ κι εκείνος του ζωγραφίζει ηλιοτρόπια για να στολίσει το δωµάτιό του. Ζουν µαζί, ζωγραφίζουν µαζί, µιλάνε για τέχνη. Και διαφωνούν. Οι καβγάδες πυκνώνουν, τα ξεσπάσµατά του είναι φοβερά. ∆ιαισθάνεται ότι ο Paul θα φύγει και θα τον εγκαταλείψει. Του επιτίθεται µε ένα ξυράφι, ο Paul φεύγει κι εκείνος κόβει τον λοβό του αριστερού του αυτιού. Τον τυλίγει σε ένα κοµµάτι εφηµερίδα και τον προσφέρει, ως δώρο, στη Rachel, µια πόρνη σε πορνείο της Αρλ, µε την προτροπή «να φυλάξει αυτό το αντικείµενο προσεκτικά».
Βυθίζεται στην κατάθλιψη και στο αψέντι, η υγεία του, σωµατική και πνευµατική, πάει από το κακό στο χειρότερο, ζωγραφίζει µανιασµένα, σχεδόν ένα έργο την ηµέρα. Και εξακολουθεί να πιστεύει πως δεν αξίζει, πως δεν θα αφήσει πίσω του τίποτα σηµαντικό για την ανθρωπότητα. Αποφασίζει να κλειστεί σε άσυλο, για να γιατρέψει τις πληγές στην ψυχή του και τους στροβίλους στο µυαλό του. Αυτούς του ίδιους στροβίλους που θα απεικονίσει στην «Έναστρη νύχτα» του, ζωγραφισµένη στο άσυλο.
Τους τελευταίους τρεις µήνες ζει εδώ, στο πανδοχείο Ravoux, στην Οβέρ-σιρ-Ουάζ. Προχθές τον τύλιξε, ξανά, η απελπισία, πιο άγρια και πιο επιθετική από ποτέ. Περπάτησε µέσα σ’ ένα χωράφι και πυροβολήθηκε στο στήθος µε το ρεβόλβερ του. Κι εδώ απέτυχε να έχει το αποτέλεσµα που ήθελε. Άχρηστος και ανίκανος, ακόµα και σε αυτό.

Άνοιξε ξανά τα µάτια του. Ο Theo έσκυψε κοντά του. «Πες µου», του είπε.
«La tristesse durera toujours», αποκρίθηκε. Η λύπη θα διαρκέσει για πάντα.
Ο Vincent van Gogh έκλεισε τα µάτια του για πάντα στο πανδοχείο Ravoux. Ήταν 29 Ιούλη του 1890.


1 «La tristesse durera toujours». Τα τελευταία λόγια του Βαν Γκογκ, έτσι όπως τα άκουσε ο αδελφός του Theo. Ο άνθρωπος που πίστευε σε αυτόν όσο κανείς και τον στήριζε σε όλη του τη ζωή.

2 Clasina Maria Hoornik, γνωστή ως Sien: πόρνη, µητέρα εξώγαµων παιδιών, αλκοολική, σύντροφος και µοντέλο του Βαν Γκογκ για ένα χρόνο. Κοντά στη Sien και στα παιδιά της, ο ζωγράφος βίωσε την ψευδαίσθηση τού να έχει δική του οικογένεια.

3 Paul Gauguin: ο διάσηµος ζωγράφος, που πέρασε εννέα εβδοµάδες µε τον Βαν Γκογκ στην Αρλ, και µοιράστηκε µαζί του το όνειρο για τη δηµιουργία µιας καλλιτεχνούπολης, ενός κοινόβιου ζωγράφων και άλλων καλλιτεχνών. Η σχέση τους διαταράχτηκε λόγω των ξεσπασµάτων του Βαν Γκογκ και των τροµερών διαφωνιών τους σε ζητήµατα της τέχνης.

Προτάσεις

0
Shares

Σας αρέσει το site μας?

Ακολουθήστε μας στα social και δεν θα το μετανιώσετε...

0
Shares