Στα μονοπάτια του Αγραφιώτη

Ανηφορίζοντας προς τον μαγικό κόσμο των Αγράφων, νιώθεις να αναπτερώνεσαι, να ξεφεύγεις από τα καθημερινά και τετριμμένα, σαν να περνάς μια αόρατη πύλη, που σε οδηγεί σε μια άλλη διάσταση αντίληψης του χρόνου και του τόπου! Σε κάνει να αναρωτιέσαι, αν η ευτυχία κρύβεται στις τσιμεντουπόλεις που κατοικούμε…

Παρθένα δάση, άγρια ψηλά βουνά, ορμητικά νερά παγωμένων ποταμών, καταρράκτες. Και κάπου, διάσπαρτα, η παρουσία του ανθρώπου μέσα από τα αποτυπώματά του, τις δημιουργίες του· μονότοξα γιοφύρια, πέτρινα μονοπάτια, ερειπωμένα σπίτια, κρυμμένα μοναστήρια. Ένας τόπος που η σύγχρονη ιστορία της πατρίδας μας συναντά ένα μαγευτικό αγνό φυσικό περιβάλλον εν τη απουσία του ανθρώπου. Βλέπεις, η δύσβατη αυτή περιοχή των Αγράφων χτυπήθηκε όσο καμία άλλη από την αστυφιλία, τη φυγή των κατοίκων για ένα καλύτερο μέλλον στις πόλεις. Με τη βοήθεια της Pindos Hawks και την παρέα του εξαιρετικού Παναγιώτη Δαγρέ, περνάμε από τη γέφυρα της Τατάρνας, σημάδι ότι πατάμε πια Ευρυτανία. Είναι αργά το απόγευμα, σκοτάδι πια, αλλά από τη μια μεριά μας λούζει το φεγγαρόφως, που αντανακλά στη λίμνη Κρεμαστών και από την άλλη ο φουτουριστικός φωτισμός της σύγχρονης γέφυρας. Η ιστορική παλιά γέφυρα της Τατάρνας, βαπτισμένη από την ομώνυμη μονή της Παναγίας, έχει κατακλυστεί από το νερό της τεχνητής λίμνης από τη δεκαετία του 1960. Εκεί έγινε η πρώτη μάχη στη Στερεά Ελλάδα πριν 200 χρόνια, το 1821, την περίοδο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων.

Το 4Χ4 αρχίζει να μουγκρίζει, καθώς κινούμαστε σε χωματόδρομο. Πριν τη δεκαετία του 1980, το χωριουδάκι επικοινωνούσε με τον υπόλοιπο κόσμο μέσω των μονοπατιών, που θα περπατήσουμε τις επόμενες δύο μέρες. Με προσωπικό κόπο και κόστος, που επιμερίστηκαν οι ίδιοι οι κάτοικοι, ανοίχτηκε το δίκτυο των χωμάτινων δρόμων και ακολούθησε το ρεύμα, το φως, το τηλέφωνο. Ένας από τους πρωτεργάτες είναι ο κ. Κώστας Γαντζούδης, ιδιοκτήτης του ξενώνα «Πανόραμα», όπου θα καταλύσουμε. Ένας αλλόκοτος στα μάτια μας ήρωας, αφού στην πιο παραγωγική του ηλικία, επέστρεψε στον τόπο καταγωγής του με τη γυναίκα του και τα παιδιά του, αντίθετα από το δρομολόγιο που επέλεγαν όλοι οι άλλοι. Κρατάει το χωριό σχεδόν μόνος του, καθώς οι μόνιμοι κάτοικοι δεν φτάνουν διψήφιο αριθμό. Όπως μας εξομολογείται, με τα ίδια του τα χέρια, έχει ανοικοδομήσει σχεδόν όλη την περιοχή, 140 από τα 150 σπίτια που υπάρχουν και γεμίζουν μονάχα το καλοκαίρι! Η ανάγκη τον μετέτρεψε σε μάστορα, ηλεκτρολόγο, υδραυλικό, ξενοδόχο, εστιάτορα, κτηνοτρόφο, ακόμα και τραυματιοφορέα. Ξυπνάω το επόμενο πρωί και πράγματι ο ύπνος στο χωριό είναι αναζωογονητικός. Κατεβαίνω από το δωμάτιο, έτοιμος για τις ορεινές περιπλανήσεις μας γεμάτος ενέργεια. Στα 1.100 μέτρα υψόμετρο, η όρεξη έχει ανοίξει. Ο κ. Κώστας μας υποδέχεται με μια ζεστή καλημέρα και έναν ακόμα πιο ζεστό, καυτό τραχανά, ομελέτες, σπιτικές μαρμελάδες από άγρια φρούτα του δάσους, αφράτα κέικ και ζυμωτό ψωμί. Απέναντι, παρατηρώ μια συστάδα βουνών που μοιάζουν με τη φιγούρα μιας ξαπλωμένης γυναίκας. «Είναι η Ωραία Κοιμωμένη των Αγράφων» μου αποκρίνεται, σαν να κατάλαβε την απορία, που είχε ζωγραφιστεί στο πρόσωπό μου.

Στην κοίτη του Αγραφιώτη

Μπαίνουμε στα τετράτροχα αγρίμια της Pindos Hawks και ξεκινάμε. Κινούμαστε δίπλα στον Αγραφιώτη ποταμό. Πολύβουος και ορμητικός. Ανεβαίνουμε όλο και ψηλότερα, περνώντας από ξύλινες γέφυρες και πυκνό ελατόδασος. Φτάνουμε στα 1.650 μέτρα υψόμετρο. Γύρω μας αμέτρητες κορυφές. Απρόσιτα, απάτητα, αχαρτογράφητα. Τα Άγραφα. Νιώθουμε, ότι αν τεντώσουμε τα ακροδάχτυλά μας, θα αγγίξουμε τα πουπουλένια σύννεφα πάνω από τα κεφάλια μας. Το κρύο τσουχτερό. Ξαναμπαίνουμε γρήγορα στα αυτοκίνητα και κατηφορίζουμε προς το Ασπρόρεμα. Ένας εγκαταλελειμμένος οικισμός, που σήμερα πια δεν ζει κανείς εκεί. Κατεβαίνουμε και συναντούμε μια γιαγιά, που έχει έρθει να δει το μποστανάκι της, λίγα κολοκύθια και πιπεριές. Μοναδική της παρέα αποτελεί ένα σκιάχτρο, κρεμασμένο από ένα δέντρο, να αγναντεύει το φαράγγι, που ετοιμαζόμαστε να κατέβουμε. Οπλιζόμαστε με μπατόν πεζοπορίας από τον Παναγιώτη, ρίχνουμε στην πλάτη τα σακίδια και ξεκινάμε. Η κατάβαση είναι απότομη και πετρώδης. Πέτρα στην πέτρα, βράχο στον βράχο, άλλοτε σκαλισμένα από τον άνθρωπο κι αλλού από τη φύση. Αφήνουμε πίσω μας ερείπια της ανθρώπινης παρουσίας. Κάποτε εδώ ζούσαν 30 οικογένειες. Από το μονοπάτι που βαδίζουμε περνούσαν τα γαϊδουράκια και τροφοδοτούσαν το χωριό, όντας η μόνη τους επικοινωνία με τον υπόλοιπο κόσμο. Συνεχίζουμε την κατάβαση μαγεμένοι από τη μυρωδιά της φλαμουριάς, ενός φυλλοβόλου δέντρου, από όπου παίρνουμε το τίλιο. Προσπερνάμε προσκυνητάρια, πέτρινα ή σιδερένια, ταπεινά ενθυμήματα ανθρώπων αγαπημένων, προσευχές καρφωμένες στον βράχο. Με ένα τελευταίο σάλτο εισερχόμαστε στην κοίτη του ποταμού. Το νερό τρέχει με ταχύτητα και ήχο αλλά έχει αφήσει χώρο και για εμάς. Περπατάω πλάι του, μέσα στην κοίτη γραπώνοντας με το ένα χέρι το μπατόν και με το άλλο τεράστιους βράχους. Πότε πότε χρειάζεται να φτιάξουμε μια ανθρώπινη αλυσίδα χεριών, ώστε να περάσουμε στην άλλη μεριά και να συνεχίσουμε πάνω στο ίχνος του μονοπατιού. Τεράστια πλατάνια και πουρνάρια μας συντροφεύουν, βάζοντας και πράσινο χρώμα στην πολύχρωμη παλέτα της φύσης. Σε μερικά σημεία, που η ροή του ποταμού κατεβαίνει απότομα, το νερό μαζεύεται ανάμεσα σε βράχους, αφρισμένο και θορυβώδες, σαν να θύμωσε με την παρουσία μας. Τόσο που δεν μπορώ να ακούσω τον διπλανό μου. Πότε κάτω από τον ζεστό ήλιο και πότε κάτω από τη σκιά του βουνού, συνεχίζουμε την πορεία μας, μιμούμενοι τους ανθρώπους, που για δεκαετίες έκαναν το ίδιο δρομολόγιο. Ξαφνικά, η κοίτη στενεύει και ο χώρος που μένει για εμάς είναι απειροελάχιστος. Δίπλα μας ορθώνονται αγριωποί γκρεμοί. Είναι ξεκάθαρο πως είμαστε μέσα στο φαράγγι και πρέπει να γίνουμε αμφίβιοι.

Πριν τη δεκαετία του 1980, των χωριουδάκι των Επινιανών επικοινωνούσε με τον υπόλοιπο κόσμο μέσω των μονοπατιών, που θα περπατήσουμε τις επόμενες μέρες.

Το φεγγαρόφως πάνω από τα ψηλά βούνα.
Κατανυκτικά στη Μονή Σπηλιάς.
Τα τζιπ της Pindos Hawks στα 1700 μ. υψόμετρο.

Φαράγγι Ασπρορέματος

Άλλος τοποθετεί ειδικά παπούτσια, άλλος συνεχίζει με αυτά που φορούσε και οι πιο τολμηροί προχωρούν, πατώντας τα γυμνά πόδια τους στα κρύα γλιστερά βράχια του ποταμού. Σιγά σιγά το νερό φτάνει ίσαμε το γόνατο. Αν παραμείνεις ένα λεπτό παραπάνω, νιώθεις τα δάχτυλά σου να μουδιάζουν από τον παγωμένο Αγραφιώτη. Το να ισορροπείς, βαδίζοντας πάνω σε βράχια, βουτηγμένα στο ορμητικό νερό είναι τελικά μια πολύ δύσκολη διαδικασία. Πολλοί γλιστρούν και πέφτουν μα πάντα ένα χέρι από την ομάδα είναι εκεί, να τους συγκρατήσει. Κανείς μας δεν αποκτά μια μεγαλύτερη και πιο παγωμένη επαφή με το νερό, ευτυχώς! Η ομάδα ενωμένη προχωρά μία από τη δεξιά όχθη και μία από την αριστερή. Μπροστά μας ο ήλιος, οδηγός, παίζει κρυφτό με τις άκρες του φαραγγιού. Συναντάμε έναν μικρό καταρράκτη, περίπου τρία με τέσσερα μέτρα, που σχηματίζει μια μικρή λιμνούλα. Το νερό κρύσταλλο και πεντακάθαρο. Η υδάτινη πορεία μας τελειώνει, μόλις συναντήσουμε τη μεγάλη τσιμεντένια γέφυρα και το Σκυλόρεμα, τον κυριότερο τροφοδότη του Αγραφιώτη. Ο Παναγιώτης ανακοινώνει στάση για ξεκούραση και αλλαγή παπουτσιών και όλοι μας υποδεχόμαστε με ανακούφιση τα λόγια του. Στεγνές κάλτσες, ζεστά παπούτσια και βουρ στις σακούλες που έχουν ανοιχτεί. Σαλάμι, γραβιέρα, ζυμωτό ψωμί και τσίπουρο για όσους κρύωσαν. Καθώς μασουλάμε, συζητάμε για τη μέχρι τώρα εμπειρία μας, ενώ μαγευόμαστε από καλλιτεχνικούς λαξευμένους μαιάνδρους, που έχουν δημιουργηθεί στον απέναντι βράχο. Ξεκινάμε πάλι, ενδυναμωμένοι σωματικά αλλά και ψυχικά. Μετά από 5 λεπτά αφήνουμε το ποτάμι και πεζοπορούμε σε ένα πυκνό δάσος οξιάς. Είναι τόσο πυκνό, που σκοτάδι έχει σκεπάσει το σκαλιστό μονοπάτι. Εντυπωσιάζομαι από την τέχνη των παλιών μαστόρων, που στους απότομους γκρεμούς του φαραγγιού έχουν κατασκευάσει ένα σταθερό δρόμο για ανθρώπους και ζώα. Ένας από αυτούς ήταν ο Χρήστος Ζιώγας. Όπως μας διηγείται ο γιος του, τον δένανε με σχοινιά και τον κατέβαζαν στο ανάλογο ύψος, ώστε να τοποθετήσει εκρηκτικά και να σκαφτεί ο βράχος. Μαζί με άλλους ντόπιους εργάστηκαν σκληρά για τη διάνοιξη των επικίνδυνων μερών του μονοπατιού. Σε κάποια σημεία το μονοπάτι έχει υποχωρήσει και περνάμε με ένα μικρό άλμα, ένας ένας, με κομμένη την ανάσα. Τολμάω να κοιτάξω προς τα κάτω. Γκρεμός. Κάποιος πετάει μια πέτρα, για να ακούσουμε την πρόσκρουση στο νερό. Μάταια. Η σύμπνοια της ομάδας συμπαρασύρει κι αυτούς που λιγοψυχούν. Περνάμε όλοι με ασφάλεια και συνεχίζουμε την πορεία μας στη σμιλεμένη από τον άνθρωπο πλαγιά του φαραγγιού. Τώρα οι οξιές δίνουν τη θέση τους σε ένα παχύ ελατοδάσος. Είναι γεμάτο από μανιτάρια κάθε σχήματος, χρώματος και μεγέθους. Το έμπειρο μάτι του Παναγιώτη ξεχωρίζει τα βρώσιμα. Με γρήγορες χειρουργικές κινήσεις γεμίζει μια σακούλα μανιτάρια, που θα απολαύσουμε τηγανητά, το βράδυ, στον ξενώνα. Ύστερα από λίγη ώρα, φτάνουμε σε ένα ξέφωτο. Ένα πέτρινο προσκυνητάρι μας μαρτυρά, πως αν σηκώσουμε το βλέμμα μας απέναντι, μπορούμε να διακρίνουμε τη Μονή της Παναγίας της Στάνας. Η Αγία των Αγράφων μοιάζει σαν να αιωρείται πάνω από τους απότομους γρανιτένιους βράχους. Τα πόδια μου αρχίζουν να μη με υπακούν από την κούραση αλλά λίγα λεπτά αργότερα, ύστερα από μια μικρή ανηφοριά, βγαίνουμε στην άσφαλτο και στην πινακίδα που σημαίνει το τέλος του μονοπατιού. Αυτό που χρειαζόμαστε όλοι είναι ένα ζεστό μπάνιο, ένα σφηνάκι ρακόμελο στα Άγραφα και καλό ύπνο. Τα κάνουμε και τα τρία, με αυτή τη σειρά!

 

"Βάστα με, να σε βαστώ..."
Η παρέα ενωμένη πάνω σ' έναν τεράστιο βράχο.
Η μοναχική γιαγιά στο Ασπρόρεμα.
ΔιασχΙζοντας ξύλινη γέφυρα στον Αγραφιώτη.

Στην Τρύπα του Αγραφιώτη

Το επόμενο πρωί, έχω ξυπνήσει από τον διαπεραστικό ήχο ενός ζωηρού κόκορα. Προς έκπληξή μου, η παρέα είναι ήδη έτοιμη για νέες περιπέτειες. Αφού γευτούμε για ακόμη μία φορά το πλούσιο χωριάτικο πρωινό, αποχαιρετούμε τον κ. Κώστα, ευχαριστώντας τον για τη φιλοξενία και κυρίως για τις απίστευτες ιστορίες που μας εκμυστηρεύθηκε. Οδεύουμε με τα τζιπ για την Τρύπα του Αγραφιώτη ή Τρύπα Όσκλιανη. Περπατώντας συναντάμε μια μεγάλη παρέα από κατσίκια και γίδια, που μας ακολουθούν μάλλον από περιέργεια. Το μονοπάτι δεν είναι μεγάλο· έχει συνολικό μήκος 600-700 μέτρα. Στο τέλος του στενεύει φτάνοντας τα 4-5 μέτρα πλάτος, σχηματίζοντας την χαρακτηριστική «τρύπα», που δέχεται και τον μεγαλύτερο όγκο νερού του Αγραφιώτη. Ολόγυρα ορθώνονται οι μεγάλοι κάθετοι βράχοι του φαραγγιού με τα εντυπωσιακά πολύχρωμα πετρώματα και τα νερά, που τρέχουν από ψηλά ,σχηματίζοντας φασαριόζους καταρράκτες. Μία ήρεμη, μικρή λίμνη μπροστά ακριβώς από έναν πελώριο βράχο μας καλεί, να βουτήξουμε! Γιγαντιαία υδροχαρή φυτά κρέμονται από ψηλά με το καταπράσινο σώμα τους να λειτουργεί ως υποδοχέας των άφθονων νερών, που κυλάνε με βροντώδη ήχο. Οι υδάτινες κουρτίνες και οι σταγόνες που πεταρίζουν παντού, αντανακλώντας στο φως τα χρώματα της ίριδας, δημιουργούν ένα πανέμορφο σκηνικό, που θυμίζει το διάσημο «Πανταβρέχει». Σε μικρότερη κλίμακα και σαφώς άγνωστο, ξεχασμένο, κρυμμένο. Δικαιολογεί απόλυτα τους μύθους, ότι εδώ κρύβονταν ληστές και φυγόδικοι. Όλοι συμφωνούμε όμως σε ένα πράγμα: κάπως έτσι πρέπει να είναι ο Παράδεισος!

Στην Τρύπα του Αγραφιώτη

Το επόμενο πρωί, έχω ξυπνήσει από τον διαπεραστικό ήχο ενός ζωηρού κόκορα. Προς έκπληξή μου, η παρέα είναι ήδη έτοιμη για νέες περιπέτειες. Αφού γευτούμε για ακόμη μία φορά το πλούσιο χωριάτικο πρωινό, αποχαιρετούμε τον κ. Κώστα, ευχαριστώντας τον για τη φιλοξενία και κυρίως για τις απίστευτες ιστορίες που μας εκμυστηρεύθηκε. Οδεύουμε με τα τζιπ για την Τρύπα του Αγραφιώτη ή Τρύπα Όσκλιανη. Περπατώντας συναντάμε μια μεγάλη παρέα από κατσίκια και γίδια, που μας ακολουθούν μάλλον από περιέργεια. Το μονοπάτι δεν είναι μεγάλο· έχει συνολικό μήκος 600-700 μέτρα. Στο τέλος του στενεύει φτάνοντας τα 4-5 μέτρα πλάτος, σχηματίζοντας την χαρακτηριστική «τρύπα», που δέχεται και τον μεγαλύτερο όγκο νερού του Αγραφιώτη. Ολόγυρα ορθώνονται οι μεγάλοι κάθετοι βράχοι του φαραγγιού με τα εντυπωσιακά πολύχρωμα πετρώματα και τα νερά, που τρέχουν από ψηλά ,σχηματίζοντας φασαριόζους καταρράκτες. Μία ήρεμη, μικρή λίμνη μπροστά ακριβώς από έναν πελώριο βράχο μας καλεί, να βουτήξουμε! Γιγαντιαία υδροχαρή φυτά κρέμονται από ψηλά με το καταπράσινο σώμα τους να λειτουργεί ως υποδοχέας των άφθονων νερών, που κυλάνε με βροντώδη ήχο. Οι υδάτινες κουρτίνες και οι σταγόνες που πεταρίζουν παντού, αντανακλώντας στο φως τα χρώματα της ίριδας, δημιουργούν ένα πανέμορφο σκηνικό, που θυμίζει το διάσημο «Πανταβρέχει». Σε μικρότερη κλίμακα και σαφώς άγνωστο, ξεχασμένο, κρυμμένο. Δικαιολογεί απόλυτα τους μύθους, ότι εδώ κρύβονταν ληστές και φυγόδικοι. Όλοι συμφωνούμε όμως σε ένα πράγμα: κάπως έτσι πρέπει να είναι ο Παράδεισος!

 

 

Καταρράκτες δημιουργούν ευκαιρίες δροσιάς.
Παραδεισένια Τρύπα Όσκλιανη.
Η εκκλησία των Επινιανών.

Προτάσεις

info's

H εκδρομή μας με την Pindos Hawks περιελάμβανε επίσης επίσκεψη στη Μονή Σπηλιάς στα Κουμπουριανά και τη λίμνη Στεφανιάδα στην περιοχή της Αργιθέας. Η νεότερη φυσική λίμνη της Ελλάδας δημιουργήθηκε το 1963 από μία κατολίσθηση, που έφραξε με πέτρες και χώματα την κοίτη του ρέματος του Στεφανιώτη. Μοιάζει με μπλε μαργαριτάρι στη μέση του πουθενά και στον βυθό της βρίσκονται τα παλιά σπίτια των χωριών, που καλύφθηκαν με το νερό. Το 400 ετών πετρόχτιστο μοναστήρι βρίσκεται χτισμένο σε ύψος 900 μέτρων, μέσα στο βαθύ πράσινο των ελάτων και είναι ένα πραγματικό θαύμα αρχιτεκτονικής. Εκτός από θρησκευτικής σημασίας, αποτελεί και ιστορικό μνημείο, καθώς ο Γεώργιος Καραϊσκάκης την είχε για αρχηγείο του, όταν μαχόταν στην περιοχή της Ρούμελης και της Ηπείρου. Διαμονή, πρωινό ή φαγητό από αγνά, σπιτικά και ντόπια προϊόντα στο «Πανόραμα», του κ. Κώστα Γατζούδη στα Επινιανά. Λειτουργεί όλο τον χρόνο από το πρωί ως το βράδυ (τηλ.: 22370-94122, 6972330058). Κλείστε έγκαιρα την επόμενη εξόρμηση σας με τoυς ειδήμονες της Pindos Hawks για μια ακόμη 4Χ4, εναλλακτική εμπειρία στα πιο σπάνια και δυσπρόσιτα τοπία της Πίνδου. Πληροφορίες: www.pindoshawks.gr, www.facebook.com/northpindoshawks, τηλ.: 6948 949789 κ. Παναγιώτης Δαγρές. Στην εκδρομή μπορούν να συμμετέχουν και φίλοι με τα δικά τους αυτοκίνητα 4Χ4.

Θα το βρείτε στο

τεύχος 124

0
Shares

Σας αρέσει το site μας?

Ακολουθήστε μας στα social και δεν θα το μετανιώσετε...

0
Shares