
Άνοιξη παρά τέταρτο
Αντί Επάθλου 144
Βράδιασε πάλι. Κοιτώ τις σημειώσεις του χειμώνα που πέρασε. Μια Κυριακή στο Καβούρι, κοντά στη θάλασσα που πάντα με εμπνέει, μια Τετάρτη στον λόφο Φιλοπάππου που ήταν σπαρμένος με εκατοντάδες μαβιές ανεμώνες στραμμένες προς τον ήλιο – εθνικό πένθος: «Ο λόφος είναι μαγικός. Λες και φύτρωσε μέσα στην πόλη. Μοιάζει σχεδόν παράταιρος μέσα στις άρτια τοποθετημένες πολυκατοικίες. Λαμποκοπούν κι αυτές στο φως καθώς τις βλέπω από ψηλά, σαν απέραντη θάλασσα, σκαρφαλωμένη στο απογυμνωμένο βουνό. Ένα μεγάλο σύννεφο γκριζάρει μόνο την όμορφη πόλη. Την πόλη που προηγείται. Ακούς στο βάθος πρώτα τη βοή της, τα αυτοκίνητα, τις κόρνες, τις σειρήνες των ασθενοφόρων να κυριαρχούν στις φωνές των πουλιών, στο θρόισμα της γης, στις μελισσούλες που ζουζουνίζουν καθώς ρουφούν τους χυμούς από τα μαβιά άνθη. Να δεις πως το λεν, α ναι, επικονίαση. Μια μορφή έρωτα που όπως πάντα προϋποθέτει την ύπαρξη δύο τουλάχιστον οργανισμών, μεταξύ τους διαφορετικών ώστε ανταλλάσσοντας τους χυμούς τους να οδηγηθούν στη δημιουργία, τη συνέχεια της ζωής, της αδιαμφησβήτητης πορείας προς τον θάνατο. Σαν ο θάνατος να κινεί το σύμπαν μέσα απ’ τον έρωτα. Ναι, ο θάνατος κι ο έρωτας είναι ζωή, σφιχτά αγκαλιασμένοι σε διαδοχικές λούπες, σαν γιν και γιαν ως το άπειρο. Κι ο λόφος ήταν εκεί εκατομμύρια χρόνια πριν την έλευση της πόλης μα τώρα η πόλη τον έχει καταπιεί. Η πόλη είμαστε εμείς. Εμείς με τις ανέσεις και τις ευκολίες μας, εμείς με τη βρομιά και τα καταστροφικά μας ένστικτα που σέρνουμε δώθε και κείθε, όπου πατούμε κι όπου στεκόμαστε. Να δεις το λεν παρόρμηση θανάτου. Λες κι είμαστε καταραμένοι από τη στιγμή που γεννιόμαστε και μέχρι να ελευθερωθούμε, να γίνουμε ένα με τη γη που πατούμε έτσι ασέβαστα, να ησυχάσουμε, να αφεθούμε ως ταπεινό κι εμείς κομμάτι αυτού του όλον, ιδανικά εν ειρήνη και με πλήρη άγνοια – ή με μια αέναα ανεπιβεβαίωτη υποψία. Κι ίσως αυτή η παρόρμηση θανάτου να είναι τελικά που γεννά τη ζωή, την πορεία προς τον θάνατο. Τι παράδοξο!
Πρόσφατα, στο αχανές σύμπαν του διαδικτύου ανακάλυψα πως πωλούν κάτι ειδικά σεντόνια (gounding sheets ονομάζονται) τα βάζεις στην πρίζα και αυτά λέει σε γειώνουν, προσομοιάζοντας την αίσθηση του να κυλιέσαι στο χώμα, απολαμβάνοντας τη θρέψη της γης, χωρίς όμως να χρειάζεται να είσαι στη γη, εικονικά όπως σχεδόν όλα πια, εύκολα και αγοραία, όπως σχεδόν όλα πια, κι αυτό ονομάζεται εξέλιξη – ή πορεία προς τον θάνατο – δεν ξέρω. Ξέρω μόνο πως όλα ξεκίνησαν από εκείνο το νεκρό πουλί που συνάντησα καθώς ανέβαινα στον λόφο, που αυτόν τον καιρό είναι σπαρμένος με χιλιάδες μοβ ανεμώνες. Μερικές κατά μόνας, άλλες δυο-δυο, κάποιες σε κοπάδια, κάποιες πιο ροδαλές, ξεχωρίζουν κι άλλες χλωμές, ξεχωρίζουν και πάλι. Μεγάλες ή μικρές, γερμένες απ’ τον άνεμο μα και στητές, περήφανες σαν αθάνατες, συμπαντικές εκρήξεις ζωής στο ελάχιστο εναπομείναν χώμα. Τελικά η ζωή θα νικήσει; Η μήπως δεν τίθεται καν θέμα μάχης κι απλά όλα χορεύουν εντός σε πλήρη ενότητα; Οι ανεμώνες άλλωστε δεν σκέφτονται τον θάνατο, ούτε τον έρωτα, ούτε τη ζωή. ξέρουν από ένστικτο πως κάθε Γενάρη θα επιστρέφουν, αφήνοντας το αποτύπωμά τους στη γη».
Φλεβάρη αποχαιρετάμε τον Τομ Ρόμπινς: «Ένας ένας οι ήρωες των εφηβικών μας χρόνων αναχωρούν, όμως η Κούδρα και ο Αλομπάρ θα ζουν για πάντα – καλό ταξίδι». Γιορτή των ερωτευμένων – επιστροφή στο Μαζί: «Μαζί αποχαιρετάμε τον χειμώνα. Μαζί – άδειασμα. Μαζί – ζεστασιά. Μαζί – παράθυρο. Χρώματα, ανάσες, μυρωδιές. Μαζί – δυνατότητες. Μαζί – απόλαυση. Μαζί πιο εύκολα, ακόμη κι αν αρχικά δεν μοιάζει…» Μια κοινή ζωγραφιά – καθρέφτης του κόσμου, μια Δευτέρα στον Αρχαίο Ελαιώνα της Αίγινας με τον άνεμο να λυσσομανά: «Πώς είναι να κλείνεις τα μάτια και να αφήνεσαι να σε οδηγούν; Πώς είναι να εμπιστεύεσαι τις αισθήσεις σου σε τρίτους; Πώς είναι να αφήνεσαι να σε φροντίσουν; Πώς μυρίζει το χώμα με τα μάτια κλειστά; Πώς μοιάζει το χάδι ενός λουλουδιού στο πρόσωπό σου; Πώς είναι να αγγίζεις τον κορμό ενός δέντρου 2500 ετών; Να νιώθεις ασφαλής πάρα το κρύο, τον αέρα, τ’ αγκάθια ή τη βροχή; Να γίνεσαι τα μάτια κι οι αισθήσεις του άλλου; Η φωτογραφική του μηχανή; Ποιο κάδρο θα διάλεγες να πάρεις μαζί σου;»
Άνοιξη παρά τέταρτο – άσκοπη μετακίνηση στην πόλη, ημέρα Σάββατο: «Λοξό το κάδρο – μερική αποδόμηση. Λες κι όλα πήγαν στραβά αλλά ταυτόχρονα δεν πήγαν – κοίτα ψηλά. Πουλιά τοποθετημένα σαν σε πεντάγραμμο επάνω σε ηλεκτρικά σύρματα – άνω τελεία – το φεγγάρι. Ένα ανθισμένο γιασεμί καταπράσινο, μικρά λευκά στίγματα στην γκρίζα πόλη – απ’ την αρχή σύνθεση – το ασημένιο φεγγάρι. Αφαίρεσε το σύννεφο – δες την αντίθεση, να μην υπάρχει όμορφο ούτε άσχημο, να είναι Ένα». Ο χειμώνας γλίστρησε. «Σε λίγο θα μαζευτούν εδώ πολλοί. Μαζί τους φαίνεται ν’ αλλάζει κι η εποχή», το είχε δει η Αλεξία. Και μια Τετάρτη, εκατομμύρια πολίτες ξεχύθηκαν στους δρόμους ζητώντας τα αυτονόητα: δικαιοσύνη, ασφάλεια, αξιοπρέπεια – απ’ την αρχή Σύνθεση. Θυμάμαι πάντα την Αλεξία: «θα ‘ρθει η εποχή που οι επαναστάσεις θα αγαπούν πιο πολύ να υπάρχουν και πώς αλλιώς; αφού η άνοιξη είναι από μόνη της μια ολοκληρωτική επανάσταση». Η εποχή ήρθε, μα εσύ δεν έφτασες ποτέ. Καλή Ανάσταση.