Ήμουν κι εγώ ανάμεσα στους θεατές του Survivor

Αντί Επάθλου 111

Ήμουν κι εγώ ανάμεσα στους θεατές του Survivor. Συντονισμένη ευλαβικά κάθε βράδυ μπροστά στην τηλεοπτική οθόνη, μαζί με το μισό και πλέον ποσοστό των Ελλήνων να ταυτιζόμαστε μαζικά με αυτό το τηλεοπτικό, ανθρώπινο πείραμα που στήθηκε αριστοτεχνικά επάνω στη θλίψη των καιρών… Γιατί; Να ’ναι κάποια κρυφή σαδιστική μας έκφανση; Λες οι στερήσεις, η πείνα και η κακουχία –ο αγώνας του ανθρώπου για την επιβίωση– να ασκούν επάνω μας τόση γοητεία; Έχουμε εθιστεί τόσο στον πόνο των άλλων ή με κάποιο τρόπο χαϊδεύουμε τον δικό μας πόνο – την προσωπική μας αγωνία για επιβίωση; Μήπως οι αμμουδιές της εξωτικής Καραϊβικής; Μια υπενθύμιση της φυσικής μας ανάγκης για επαφή με τη φύση; Άσημοι εναντίων wannabe διασήμων, κι εμείς σφυρίζουμε αδιάφορα μπροστά σε αυτό που τρέμουμε ότι μας περιμένει… Απάντηση στη μοναξιά και την απογοήτευσή μας; Ή βρήκαμε επιτέλους κάτι κοινό, να ’χουμε να λέμε και να συνεννοούμαστε... Παρασκευή έφευγα για το νησί. Δεν θα έχανα –τουλάχιστον– τα δύο επόμενα επεισόδια. Είναι βλέπεις και αυτή η ψυχολογία του εθισμού –πρέπει να στερείσαι κάτι για να το αποζητάς διαρκώς– και οι ιθύνοντες το γνωρίζουν καλά… Την πρώτη μέρα με συνεπήρε η άνοιξη – με τύφλωνε το λευκό απ’ τα άσπρα σπίτια. Αφέθηκα στον πρώιμο ήλιο, ταξίδεψα σε θάλασσες, αληθινές, δικές μας... Σαββάτο του Ευαγγελισμού κι ο κόσμος γυρνούσε απ’ τις εκκλησιές. Τα παιδιά ξεχύνονται στα στενά. Φορτωμένες οι αμυγδαλιές με κοριτσίστικο ροζ, καλημέρες και χαμόγελα. Κάποιος μάλιστα προσφέρθηκε να μας βοηθήσει, χωρίς να χρειαστεί να το ζητήσουμε, κι ύστερα πεθύμησα να ακουμπήσω τη γη. Να περπατήσω ξυπόλυτη στο χώμα, να νιώσω τι έχει να μου πει – κάτι ίσως του περίσσευε να μου χαρίσει. Απομεσήμερο ξάπλωσα στην πέτρα ακολουθώντας το πέταγμα απ’ τα λευκά περιστέρια κι οι γυναίκες δίπλα στην αυλή σιγοψιθύριζαν το τραγούδι της γειτονιάς. Πόσο αγαπώ αυτή τη Χώρα… Τη δεύτερη μέρα ρούφηξα όλο το νησί. Σκαρφάλωσα στον πανάρχαιο βράχο, ανέβηκα στον ψηλότερο λόφο κι από κει ψηλά ταξίδεψα το βλέμμα στο Αιγαίο. Μάζεψα βότσαλα και γλυπτά της αμμουδιάς, ανάσανα και πάλι την αλμύρα. Είδα πόσο πολλά μου είχαν λείψει από αυτό τον χειμώνα στην πόλη… Το πρωινό καφεδάκι σε παραδοσιακό καφενείο, να σου λέει καλημέρα ο ψαράς και να σου δείχνει τη «σοδειά» του. Η αισθητική του ανεπιτήδευτου. Να σε δέχονται δίχως να σε περιμένουν …Και τα βράδια στην ταβέρνα, πίνοντας κρασί και συζητώντας. Την τρίτη μέρα γέλασα με την ψυχή μου... Επανασυστήθηκα στον εαυτό μου, στο είναι μου. Άνοιξη στο νησί με μεσημεριανό τσιπουράκι κι επικούρειο μεζέ, λεμονιές, πασχαλιές – τη γη που ανθίζει, που σου μιλάει με κίτρινο και μοβ, χρώματα που μπορείς να αγγίξεις. Γνώρισα ανθρώπους διαφορετικούς από αυτό τον υποτιθέμενο μέσο όρο και την ψυχολογία της μάζας. Με συνεπήραν τα έργα και οι ιστορίες τους. Το χειροποίητο και το φιλόξενό τους. Περπάτησα σ΄ ένα μονοπάτι και καθώς αγνάντευα τη θάλασσα βρέχοντας τα πόδια μου στον ελάχιστο βυθό της, είδα τις αισθήσεις μου να ξυπνούν στο ανοιξιάτικο ψιλοβρόχι. Ξεκίνησα να νιώθω πάλι ευγνωμοσύνη που γέμισε η ψυχή μου μ΄ αρώματα και ζώα και πουλιά, θάλασσες και ψαρόσπιτα, ουρανό και ποίηση, κι απέραντα λιβάδια με μαργαρίτες. Που περπάτησα κατά μήκος του ποταμού για να προλάβω τη δύση, και που αγνάντεψα το σβήσιμο της μέρας πάνω σε μια προβλήτα – παρέα με το σκυλάκι του βαρκάρη. Δεν θυμάμαι ποια μέρα ήταν. Και δεν έχει καμιά σημασία. Αιφνιδίως και μαγικά άρχισα να διαισθάνομαι μέσα μου μια υποψία πληρότητας... Πίσω στην πόλη, το Survivor ανήκε πια στο παρελθόν. Ήταν πολύ λίγο κι άξιζα περισσότερα. Είχα άλλωστε τόσο πολλά να κάνω – να βάλω σε τάξη τις αναμνήσεις μου, κι αυτές να μην ησυχάζουν… Όλοι τους, βλέπεις, μας έδωσαν και κάτι: μια πέτρα ζωγραφιστή, ένα κομμάτι κατράνι –που το τρίβεις και μυρίζει–, μια ζωγραφιά, ένα γλυκό, μια αφιέρωση, κάτι απ’ τον εαυτό τους. Κάπου σημείωσα και την κουβέντα του καλλιτεχνίτη Γιώργου Γαμπιεράκη αναφορικά με τη δουλειά, τα χρήματα και το νόημα της ζωής: «…δεν το κάνεις μαζικά, η ομορφιά είναι αλλού. Ζεις σαν μπατίρης, αλλά δεν πειράζει. Μένει η εσωτερική ευχαρίστηση και φυσικά η ευχαρίστηση του αποδέκτη. Τα χρήματα είναι για να αγοράζουμε τα φτηνά πράγματα της ζωής». Αγαπητοί, ο κόσμος γύρω καταρρέει. Κρατηθείτε από την άνοιξη, από έναν βράχο, έναν άνθρωπο, ένα νησί, ένα μικρό ή μεγάλο ταξίδι. Η επαφή με τη φύση, λέει μια έρευνα, είναι ικανή να αλλάξει τον εγκέφαλό μας. Ένα μόνο περπάτημα είναι ικανό να σε πάει ως την άκρη της ψυχής και το μεδούλι του κόσμου, απαντάμε εμείς. Αντισταθείτε σ’ αυτή την παράνοια – την καθημερινή μας φτωχοποίηση. Δεν μας απέμειναν πια πολλοί τρόποι. Ανοίξτε το παράθυρο να μπει το φως, κι επιθυμήστε την ομορφιά – είναι ακόμα εκεί έξω...

Προτάσεις

0
Shares

Σας αρέσει το site μας?

Ακολουθήστε μας στα social και δεν θα το μετανιώσετε...

0
Shares