Εκείνη την Πρωτοχρονιά

Αντί Επάθλου 110

Εκείνη την Πρωτοχρονιά οι ευχές έμοιαζαν με εμπαιγμό, φοβόσουν πως η πραγματικότητα θα σε διαψεύσει. Μια ολόκληρη κοινωνία μοιάζει να κρατά την ανάσα της, να μην ξεσπάσει την οργή. Να σου μιλήσω για τέχνη ενώ στους παγωμένους δρόμους κοιμούνται τα παιδιά –μαρμαρωμένοι βασιλιάδες, άστεγοι ονείρων σε μια κοινωνία δίχως σκεπή κι ορίζοντα, μια έξοδο κινδύνου. Στεγάσαμε την τέχνη σε μουσεία αδιαφορώντας για την ουσία της. «Η ζωή είναι η ουσία της τέχνης, και η τέχνη το βλέμμα που βυθίζεται στην καρδιά της ζωής», έγραφε ο Ρομέν Ρολάν. Το βλέμμα που (δι)αισθάνεται, νοιάζεται, κατανοεί κι αφομοιώνει. Με αυτό το βλέμμα ακολουθούμε την πολιτισμική ζωή της συμπρωτεύουσας, μα και τα βήματα της προσφυγιάς. Το βάρβαρο ταξίδι της ελπίδας με ρούχο το κουράγιο και πατρίδα τον συνάνθρωπο, την ίδια τη ζωή. Ιστορίες πολέμου και λιμάνια αλληλεγγύης. Δάκρυα και χαμόγελα, αγκαλιές και κραυγές – ζωγραφιές, μουσικές και παιχνίδια για τα παιδιά. Ενάντια στο παράλογο, η αγάπη απαλαίνει την οδύνη. Τι παράξενοι που είναι οι άνθρωποι! Κάποιοι ν’ ανοίγουν σχολειά μες σε σκηνές και κάποιοι άλλοι να κλείνουν το δημόσιο σχολείο εμποτισμένοι από τον φόβο. Επόμενη στάση: ουτοπία… Τι μας κρατά, αναρωτιέμαι συχνά καθώς βυθιζόμαστε στο σκοτάδι του κόσμου. Είναι αυτός ο ήλιος που ξεπρόβαλε μεμιάς σαν περάσαμε τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Ουρανό δεν είδαμε – μόνο σύννεφα και παγωνιά, στα μάτια των ανθρώπων που ζουν κι εργάζονται εκεί, μια δρασκελιά έξω από μας. Μακριά δεν είμαστε, θα μου πεις, και θα ’χεις δίκιο. «Η Ελλάδα είναι για μένα μια μεγάλη απαστράπτουσα μέρα που απλώνεται κατά μήκος της θάλασσας… Να κρατήσω αυτό το φως, να ξανάρθω, να μην παρασυρθώ πια στο σκοτάδι των ημερών…» έγραφε ο Καμύ συνεπαρμένος κατά το τελευταίο του ταξίδι στη χώρα μας. Νοστάλγησα αυτό το φως – ποιος είπε ότι είναι αυτονόητο… Κάποτε τα λόγια ζεσταίνουν, κάποτε οι εικόνες μιλούν. Δρόμοι της πέτρας και θάλασσες από κορφοβούνια – μικρές φωτεινές αποδράσεις στα περασμένα μεγαλεία μας, στη γη που γιορτάζει αγνοώντας συμβάσεις και σύνορα. Απαλό, βελούδινο, το ποτάμι του Νέστου σού ψιθυρίζει εικόνες που σε γαληνεύουν. Εισπνέεις βαθιά για να γεμίσεις τα πνευμόνια της ψυχής σου. Βουνά και ποτάμια που μας εμπνέουν και μας οδηγούν κι άλλοτε ταξίδια της παρηγοριάς, πίσω σε μια ανέμελη παιδικότητα και μέρη όπου μπορεί να μη φτάσουμε ποτέ. Να φοράς τα μαγικά σου κιάλια, να ταξιδεύεις νοητά και να μη σε νοιάζει… «Ζωή είναι, θα περάσει…» θα μου πει με τα χαμογελαστά της μάτια η κυρα-Κυριακή σε ένα καμαράκι στο τέρμα μιας λαγκαδιάς, κάπου στην ορεινή Αρκαδία. Με λίγο τσίπουρο και την ξυλόσομπα να καίει, να σου ζεσταίνει την καρδιά. Την κοιτούσα σαστισμένη. Έχει άλλο βάρος ο λόγος όταν βγαίνει από τα χείλη ενός ανθρώπου που διανύει την ένατη δεκαετία της ζωής του. Που έχει νιώσει στο πετσί του όλο το φως και το σκοτάδι του κόσμου – τα δώρα της ζωής… Σαν τελευταίο καταφύγιο κρατώ μια φωτογραφία. Είναι πάλι το φως που δημιουργεί και που ζεσταίνει, φανερώνοντας απ’ την αρχή τον κόσμο. Θα ’ναι αυτό που έγραφε ο Καμύ, πως στη μέση του χειμώνα ανακάλυψα εντός μου ένα αόρατο καλοκαίρι… Βαθιά κρυμμένο κι ιδανικά αήττητο. Αιώνιοι εραστές του φωτός –κραυγή στο πεπρωμένο μας– ήρωες σ’ αρχαία τραγωδία…

Προτάσεις

0
Shares

Σας αρέσει το site μας?

Ακολουθήστε μας στα social και δεν θα το μετανιώσετε...

0
Shares