Ο Μεγάλος Αποχαιρετισμός

Οι τόποι του Μίκη

Λένε πως οι τόποι, η μορφολογία και οι παραδόσεις τους, συνήθως συμβάλλουν στη διαμόρφωση του χαρακτήρα των ανθρώπων. Υπάρχουν και κάποιοι μοναδικοί άνθρωποι που, με την ξεχωριστή προσωπικότητά τους, δίνουν χαρακτήρα σε κάποιους τόπους. Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν ένας από αυτούς.

Γεννήθηκε στη Χίο, όπου είχε μετατεθεί ο δικηγόρος, δικαστικός υπάλληλος, πατέρας του κι έζησε εκεί τα πέντε πρώτα χρόνια της ζωής του, τα πιο σημαντικά και επιδραστικά στη ζωή ενός ανθρώπου. Οι γεύσεις και τα αρώματα της φύσης θα γίνουν ευδιάκριτα, αργότερα, στο έργο του. Ακολούθησαν στάσεις και σε άλλες, πολλές, πόλεις της Ελλάδας – Μυτιλήνη, Γιάννενα, Κεφαλλονιά, Πάτρα, Πύργος, Τρίπολη. Όλες τους άφηναν μια χαρακιά στην ψυχή του και σε όλες άφηνε κάτι από εκείνον. Και, βέβαια, τις πιο βαθιές χαρακιές είχαν καταφέρει οι ρίζες: η Κρήτη από τη μεριά του πατέρα και η Μικρασία από την πλευρά της μάνας.

Στην Κεφαλλονιά διαπιστώνει πώς ένας ολόκληρος τόπος μαζί με τον λαό του ζει μέσα από τη μουσική. Στο Αργοστόλι έρχεται σε επαφή με τις επτανησιακές καντάδες και τη μαγεία που μπορεί να δημιουργήσει μια ορχήστρα, μέσα από την παρακολούθηση του έργου των φιλαρμονικών. Όμως η πρώτη ουσιαστική επαφή του με τη μουσική, θα συμβεί στην Πάτρα. Οι νότες μιας παρτιτούρας σ’ένα βιβλίο, αυτά τα μικρά, περίεργα μαύρα σημαδάκια που δεν μπορεί να διαβάσει, του τραβούν την προσοχή. «Τι είναι αυτά;», ρωτάει τον πατέρα του, για να πάρει την απάντηση που θα καθόριζε τη ζωή του: «Αυτά είναι μουσική». Λίγο μετά θα γραφτεί στο Ωδείο Πατρών, στην τάξη του βιολιού, κι έναν χρόνο αργότερα θα συνθέσει τα πρώτα του τραγούδια. Έπειτα από δυο χρόνια, στον Πύργο, θα δημιουργήσει μια ορχήστρα με φυσαρμόνικες κι έναν χρόνο αργότερα – βρισκόμαστε ήδη στο 1940 και στην Τρίπολη – θα ανακαλύψει την ποίηση του Ρίτσου και του Βρεττάκου, θα αρχίσει τα μαθήματα πιάνου, θα διευθύνει την εκκλησιαστική χορωδία και θα ξεκινήσει να γράφει μουσική επηρεασμένος από το βυζαντινό μέλος. Στην Τρίπολη θα γίνει και η πολιτική του αφύπνιση. Συλλαμβάνεται σε μια διαδήλωση και φυλακίζεται. Στα 15 του διδάσκεται τις βασικές αρχές του μαρξισμού από συγκρατούμενούς του. Τα επόμενα δύο χρόνια ακολουθούν δράσεις αλληλεγγύης, συλλήψεις και βασανισμοί από τους Ιταλούς κατακτητές και η πρώτη του συναυλία με δικό του έργο, την «Κασσιανή». Ο δρόμος του έχει πια χαραχτεί κι ένας τεράστιος συνθέτης έχει γεννηθεί. Διαφεύγει στην Αθήνα, οργανώνεται στο ΕΑΜ κι αγωνίζεται κατά των Γερμανών, συνεχίζει τις σπουδές του στο Ωδείο Αθηνών κι όταν ξεσπά ο εμφύλιος καταδιώκεται από τις αρχές και ζει στην παρανομία συνεχίζοντας τόσο την επαναστατική του δράση όσο και τη μουσική του δημιουργία. Έχει γνωριστεί με τον Μάνο Χατζιδάκι από το 1944 κι έχει συνδεθεί μαζί του με βαθιά φιλία. Ο Χατζιδάκις, αν και διαφωνεί πολιτικά μαζί του, τον αγαπά πολύ. Τον φιλοξενεί και τον κρύβει στο σπίτι του, τον παίρνει μαζί του στις επαύλεις της «υψηλής κοινωνίας», όπου συχνά είναι καλεσμένος. Εκεί, φροντίζει να του βρει ένα ήσυχο, απόμερο δωματιάκι, για να ξεκουραστεί και να κοιμηθεί ο ταλαιπωρημένος και διωκόμενος Μίκης, μέχρι να έρθει η ώρα να τελειώσει η βεγγέρα και να φύγουν. «Τουλάχιστον εγώ σπάνια αρνήθηκα τόσο πολύ, αλλά και θαύμασα ακόμα πιο πολύ έναν άνθρωπο», έχει πει ο Μίκης για τον φίλο του. Τελικά, η αναπόφευκτη σύλληψή του θα τον οδηγήσει στην εξορία της Ικαρίας. Εκεί οι πολιτικοί κρατούμενοι, μετά την καταγραφή τους από τους χωροφύλακες του νησιού, διασκορπίζονταν στα χωριά προσπαθώντας να βρουν εγκαταλειμμένα σπίτια, καλύβες και αχυρώνες για να εγκατασταθούν. Ο Μίκης ζει διαδοχικά στο Μαυράτο, στις Βρακάδες, στην Ακαμάτρα και στη Δάφνη. Πέτρα στην πέτρα, παρέα με φίδια και σκορπιούς, την ανέχεια και τις κακουχίες. Μετά την Ικαρία ακολουθεί το στρατόπεδο θανάτου της Μακρονήσου.

Ένα κρανίου τόπος, «εκεί όπου εξευτελίστηκε κάθε έννοια της ανθρώπινης ύπαρξης», δικά του τα λόγια. Στη Μακρόνησο, οι αδιανόητες συνθήκες διαβίωσης έκαναν την εξορία της Ικαρίας να μοιάζει με παραθεριστικό θέρετρο. Τρομεροί βασανισμοί κατά μόνας, πάνω στο βουνό, για ώρες, για μέρες. Τα καράβια προσέγγιζαν το νησί για να παραλάβουν τους σακατεμένους κι ετοιμοθάνατους για τα νοσοκομεία, τους τρελαμένους για τα ψυχιατρεία. Από τη Μακρόνησο ο Μίκης δύο φορές θα μεταφερθεί σχεδόν νεκρός από τα βασανιστήρια. Την πρώτη φορά αναρρώνει στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο στην Αθήνα και επιστρέφει στην Μακρόνησο για να βασανιστεί πιο σκληρά. Αλλά ακόμη και στην κόλαση της Μακρονήσου η δημιουργία δεν σταματά, ο Μίκης εξακολουθεί να συνθέτει. «Εγώ ακόμα και μέσα στη Μακρόνησο εξέφραζα με τη μουσική που συνέθετα τότε την κατάσταση, όπως ακριβώς τη ζούσα και τη ζούσανε και οι άλλοι. Δεν εξωράιζα τίποτε, δεν αποσιωπούσα τίποτε. Γράφοντας τότε την Πρώτη Συμφωνία μου ήμουν 100% ο εαυτός μου με την πίστη μου, τους φόβους και την αγωνία μου, ακόμα και τις αμφιβολίες μου και φυσικά την ελπίδα και την αισιοδοξία μου. Γιατί χωρίς αισιοδοξία δεν μπορείς να ζήσεις ούτε μία ώρα σε ένα τέτοιο στρατόπεδο». Ο ίδιος δεν μιλούσε συχνά για τη Μακρόνησο, για να μην ξύνει τις πληγές των επιζησάντων θυμάτων, οι περισσότερες από τις οποίες δεν είχαν επουλωθεί. Από τη Μακρόνησο θα απελευθερωθεί το 1949 και θα πάει στα Χανιά για να αναρρώσει από τις κακουχίες της εξορίας και τα βασανιστήρια. Έναν χρόνο αργότερα θα αποφοιτήσει από το Ωδείο Αθηνών και θα βρεθεί στην Αλεξανδρούπολη για να υπηρετήσει το υπόλοιπο της στρατιωτικής του θητείας. Στη Μακρόνησο ο Μίκης γνωρίστηκε με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, που έτυχε να κάνει εκεί τη θητεία του, και η φωνή του οποίου θα «έντυνε» πολλά από τα τραγούδια του Μίκη, κατά την διάρκεια των ιδιαίτερα παραγωγικών δεκαετιών του ’50 και ’60 που ακολούθησαν. Ο Mίκης βρίσκεται πια μόνιμα στην Αθήνα και σε πολύ δημιουργική φάση. 
έμπα βαθιά και ζήσε».

 

Ήταν τον Οκτώβρη του 1974 στο Στάδιο Καραϊσκάκη. Τότε, κοιτώντας τον, μου φαινόταν θεόρατος, ένας γίγαντας ντυμένος στα μαύρα με χέρια-φτερά, ένα πλάσμα μη γήινο, προερχόμενο από τόπους αρχαίων θεοτήτων.

Λέσβος 1926. Στη φωτογραφία, που δημοσίευσε παλαιότερα ο Ηλίας Κουρτζής, ο πρώτος όρθιος αριστερά είναι ο Γιώργος Θεοδωράκης που κρατά στην αγκαλιά του το χρονιάρη γιο του (Μίκη) και δίπλα του η σύζυγός του Ασπασία Πουλάκη.
Από την επίσκεψη του Μίκη Θεοδωράκη στη Μακρόνησο.
2005, από την επίσκεψη στο σπίτι της Τσεσμελιάς, μάνας του Μίκη στη Μικρασία.

«Γιατί χωρίς αισιοδοξία δεν μπορείς να ζήσεις ούτε μία ώρα σε ένα τέτοιο στρατόπεδο».

Στις αρχές της δεκαετίας του ‘50 θα ξανασυναντήσει τον ποιητή Μιχάλη Κατσαρό, η γνωριμία με τον οποίο είχε γίνει στα οδοφράγματα της Αθήνας το 1944, θα συνδεθούν με βαθιά φιλία και τελικά κουμπαριά. Το 1953, ο Μίκης παντρεύεται την αγαπημένη του συναγωνίστρια, Μυρτώ Αλτίνογλου, απόφοιτο της Ιατρικής Σχολής, με την οποία θα αποκτούσε τα χρόνια που θα ερχόντουσαν δύο παιδιά, τη Μαργαρίτα και τον Γιώργο. Πολλά, αριστουργηματικά, έργα του θα δημιουργηθούν κατά την διάρκεια αυτών των δύο δεκαετιών: κύκλοι τραγουδιών, μουσική για το θέατρο, μουσική για τον κινηματογράφο, ορατόρια, συμφωνικά έργα και μουσική δωματίου, μουσική για μπαλέτο αλλά και όπερες.

Ο Θεοδωράκης, ταυτόχρονα, ανοίγει τα φτερά του και για το εξωτερικό. Στη Γαλλία, το 1963, θα ηχογραφήσει την «Όμορφη πόλη» με την Edith Piaf, στα γαλλικά και με τον τίτλο «Les amants de Teruel», τραγούδι που ακούστηκε στην ομώνυμη ταινία. Θα γράψει μουσική για την ταινία «Ζοrba the Greek», ελληνοβρετανικής παραγωγής του 1964, σε σκηνοθεσία του Μιχάλη Κακογιάννη. Η χούντα των συνταγματαρχών θα βρει τον Μίκη σε ανοδική πορεία και με γενική λαϊκή ενθουσιώδη αποδοχή την οποία θα προσπαθήσει, με κάθε τρόπο, να ανακόψει. Αρχίζουν και πάλι οι εξορίες και νέοι τόποι υποδέχονται τον Μίκη: Βραχάτι, Ζάτουνα, Ωρωπός. Στο Βραχάτι αρχικά, σε κατ’ οίκον περιορισμό στο εξοχικό του, στη Ζάτουνα της Γορτυνίας στη συνέχεια – όπου τον ακολούθησε και η οικογένειά του – έγκλειστος, τέλος, στις φυλακές Ωρωπού. Ο συνθέτης εξακολουθεί να παράγει μουσική αλλά και ποίηση. Στη Ζάτουνα θα γράψει, κυρίως, πολιτικά και θεωρητικά κείμενα και θα συνθέσει 11 κύκλους τραγουδιών, τις «Αρκαδίες». Και, φυσικά, κράτηση στο κελί 4 της οδού Μπουμπουλίνας στην Αθήνα και βασανισμοί στη διαβόητη ταράτσα του κτιρίου.

Στον Ωρωπό η κατάσταση της υγείας του επιδεινώνεται επικίνδυνα. Στο εξωτερικό ξεσηκώνεται θύελλα διαμαρτυριών. Προσωπικότητες, όπως ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς, Άρθρουρ Μίλερ, Λόρενς Ολίβιε, Υβ Μοντάν κ.λ.π. δημιουργούν επιτροπές για την απελευθέρωσή του. Τελικά, υπό την πίεση αυτή, αποφυλακίζεται και φεύγει για τη Γαλλία και συγκεκριμένα, το Παρίσι τον Απρίλιο του 1970. Εκεί είχαν ήδη καταφύγει, ήδη από την αρχή της δικτατορίας, πολλοί έλληνες καλλιτέχνες, διανοούμενοι και πολιτικοί αλλά και πλήθος ανωνύμων Ελλήνων. Για όλους αυτούς, το Παρίσι προσέφερε έναν ιδανικό χώρο για την ανάπτυξη ενός πολιτικού αγώνα, που απέβλεπε στην εξ αποστάσεως στήριξη πράξεων αντίστασης επί του ελληνικού εδάφους. Στο Παρίσι ο Μίκης θα συναντήσει και τον Σίντνει Λουμέτ σκηνοθέτη της ταινίας «Serpico», ο οποίος θα του αναθέσει το soundtrack της ταινίας που προβλήθηκε στους ελληνικούς κινηματογράφους μετά την πτώση της χούντας. Το 1972 επισκέπτεται το Ισραήλ δίνοντας συναυλίες. Συναντάται με τον τότε Αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης Αλόν, που του ζητά να μεταφέρει μήνυμα στον Αραφάτ και προσπαθεί να τον πείσει να αρχίσει συζητήσεις με την άλλη πλευρά. Από τότε συνέβη πολλές φορές να παίξει τον ρόλο του άτυπου πρεσβευτή μεταξύ των δύο πλευρών. Επισκέπτεται επίσης την Αλγερία, Αίγυπτο, Τύνιδα, Λίβανο και Συρία προσπαθώντας να ενισχύσει τον διάλογο μεταξύ αντιμαχομένων μερών. Με τη μεταπολίτευση και την επιστροφή στην Ελλάδα, αρχίζει ουσιαστικά και η «καριέρα» του Μίκη ως πολιτικού. Είχε ήδη εκλεγεί, για πρώτη φορά, βουλευτής το 1964, με το ψηφοδέλτιο της ΕΔΑ. Το 1974 θέτει υποψηφιότητα με το ψηφοδέλτιο της Ενωμένης Αριστεράς, όμως δεν κατάφερε να εκλεγεί. Το 1978, μετά από πρόταση που δέχτηκε, αποφάσισε να θέσει υποψηφιότητα για τη δημαρχία της Αθήνας, υποστηριζόμενος από το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας. Το 1981 εκλέγεται βουλευτής, στην εκλογική περιφέρεια της Β' Πειραιά, με το ψηφοδέλτιο του Κ.Κ.Ε. Την ίδια χρονιά θα επισκεφθεί την Κούβα, όπου θα δώσει μια σειρά ιστορικών συναυλιών, τις οποίες θα παρακολουθήσει και ο Fidel Castro. Με το ίδιο κόμμα, ο Μίκης θα επανεκλεγεί το 1985, ως βουλευτής επικρατείας. Από τη γέννηση μέχρι τον θάνατό του, ο Μίκης Θεοδωράκης αφιέρωσε τη ζωή και το έργο του στον ελληνικό λαό. Του άφησε κληρονομιά τη μεγάλη του τέχνη, που δεν είναι μόνο εθνική αλλά παγκόσμια. Μετέτρεψε σε μουσική και τραγούδια τους αγώνες, τις λαχτάρες, τις ανάσες και τις κραυγές του λαού. Το έργο του Μίκη  είναι ύμνος στις πανανθρώπινες αξίες. Την ελευθερία, τα δικαιώματα, την ειρήνη, τη δημοκρατία, την εθνική ανεξαρτησία, την εργασία, τον πολιτισμό. Την πρώτη φορά που είδα τον Μίκη Θεοδωράκη να διευθύνει την ορχήστρα του σε συναυλία, ήταν τον Οκτώβρη του 1974 στο Στάδιο Καραϊσκάκη. Ένα καλοκαίρι που επέμενε σε πείσμα του επερχόμενου χειμώνα κι ένα κατάμεστο στάδιο από ανθρώπους που τραγουδούσαν, χειροκροτούσαν, έκλαιγαν και φώναζαν «Δώστε τη χούντα στον Λαό!». Τότε, κοιτώντας τον, όντας εγώ ένα εφηβάκι 14 χρόνων, μου φαινόταν θεόρατος, ένας γίγαντας ντυμένος στα μαύρα με χέρια-φτερά, ένα πλάσμα μη γήινο, προερχόμενο από τόπους αρχαίων θεοτήτων. Σήμερα, με τη γνώση και τις εμπειρίες της ηλικίας, διακρίνω εύκολα στον Μίκη εκείνης της βραδιάς όλους τους παραπάνω τόπους κι άλλους τόσους. Τα δάκρυα της μαστίχας στον κορμό των μαστιχόδεντρων της Χίου στα δάκρυα που έτρεχαν από τα μάτια του, τους σεισμούς της Κεφαλλονιάς στον ρυθμό του μεγάλου του κορμιού, την αγριεμένη θάλασσα της Ικαρίας και της Μακρονήσου στα φουντωτά του μαλλιά, την Κρήτη στο μαύρο του πουκάμισο, το εύρος των φτερών των αετών των ορεινών χωριών της Αρκαδίας και της Γορτυνίας στο άνοιγμα των χεριών του, τις ξένες πόλεις που είχε αντικρύσει στο βαθύ βλέμμα του. Αν όλοι αυτοί οι τόποι, από τους οποίους πέρασε ο Μίκης για μικρότερα ή μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα, είχαν φωνή, αν έπρεπε να διαλέξουν ένα από τα κουπλέ του για να τον αποχαιρετίσουν, αν επέλεγαν ένα τραγούδι για το ξόδι του, είμαι σίγουρη πως δεν θα ήταν άλλο από αυτό, σε μουσική δική του και σε ποίηση του φίλου του Γιάννη Ρίτσου:

«Γλυκέ μου εσύ δε χάθηκες, ωιμέ,
μέσα στις φλέβες μου είσαι.
Γιε μου στις φλέβες ολουνών, καημέ,
έμπα βαθιά και ζήσε».

1947-48. Με το συγκρατούμενό του τα χρόνια της εξορίας του στην Ικαρία.
1964, εξόριστος στη Ζάτουνα.
Με τα παιδιά του μετά την αποφυλάκισή του από το Βραχάτι.
1974, κατά την επιστροφή του από το Παρίσι, μετά την πτώση της Χούντας.

Προτάσεις

0
Shares

Σας αρέσει το site μας?

Ακολουθήστε μας στα social και δεν θα το μετανιώσετε...

0
Shares