Γαύδος

Τι ζητάς, Αθανασία

Είναι πραγματικά δύσκολο να γράψει κανείς για τη Γαύδο. Μόνο με ποίηση μπορεί κανείς να την προσεγγίσει, ακριβώς επειδή παράγει ποίηση, είναι απόλυτα ποιητική. Κι όπως γράφει ο Κούντερα στην Αθανασία, «η πρόθεση της ποίησης δεν είναι να μας θαμπώσει με μια εντυπωσιακή ιδέα, αλλά να κάνει μια στιγμή της ύπαρξης να μείνει αλησμόνητη, αντάξια μια αβάσταχτης νοσταλγίας».

Είναι ορισμένα μέρη που δεν μπορείς να τα δεις απλά και μόνο σαν τοπία. Έχουν μια ανάγνωση βαθύτερη στην οποία συνηγορούν η ανθρωπογεωγραφία του τόπου αλλά κι ο μύθος που διαχρονικά τον συντροφεύει. Νησί μυθικό και… μαγικό, αραξοβόλι ταξιδιωτών, στέκι πειρατών και αλαφροΐσκιωτων, καρνάγιο των ψυχών και των αγίων, η Γαύδος σου ζητά σεβασμό, ανοιχτωσιά και συνειδητή παρουσία για να σ’ ανταμείψει με υπέρβαση.

Ήθελα χρόνια να επισκεφθώ τη Γαύδο, να νιώσω όσα μου είχαν περιγράψει τόσοι και τόσοι για το νησί με την «ιδιαίτερη ενέργεια» και που αδυνατούσα να συλλάβω με τον νου, ακριβώς επειδή η Γαύδος δεν είναι παρά ένα βίωμα μοναδικό για τον καθένα· με έναν, όμως, κοινό παρανομαστή, διόλου περιγραφικό, που δεν χωρά σε λόγια ή και εικόνες. Ταξίδι μακρινό και δύσκολο, περίμενα καρτερικά την κατάλληλη στιγμή να το πραγματοποιήσω. Μέχρι που συνειδητοποίησα πως η κατάλληλη στιγμή είναι εδώ και τώρα. Όπως πάντα.

Οχτώ ώρες με το καράβι από Πειραιά για τα Χανιά, 40 λεπτά οδήγηση ως τα Σφακιά ή την Παλαιόχωρα Χανίων και ξανά εν πλω, τρεις ώρες και κάτι μέχρι το λιμανάκι του Καραβέ. Λίγη ακόμη οδήγηση μέχρι τον Άϊ Γιάννη κι έπειτα 20-30 λεπτά περπάτημα στους παχείς αμμολόφους, μες στο λιοπύρι του μεσημεριού, προς αναζήτηση «καβάτζας» σε κάποια από τις πυκνές σκιές του απέραντου κεδρόδασους. Μια καθόλου εύκολη υπόθεση, αφού υπολογίζεται πως έως 3000 άτομα μαζεύονται κάθε Αύγουστο στην παραλία του Άϊ Γιάννη. Ακούγεται τρομακτικό, και στην πραγματικότητα είναι, γι’ αυτό κι η καλύτερη περίοδος να επισκεφθεί κανείς την Γαύδο όπως της αξίζει, είναι από αρχές Ιουνίου έως μέσα Ιουλίου και από αρχές Σεπτεμβρίου έως τα μέσα του Οκτώβρη.

«Χαλαρά!», θα μου πει σε ένα από τα δύο καφέ του Άϊ Γιάννη, ο Γιώργης, ο «Νταλί» που ζει τη ζωή του ανά την Ελλάδα… μέχρι ν’ ακούσει τι έχει να του πει το κάθε μέρος. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια ζει εδώ, σε μια από τις «καβάτζες» του Άϊ Γιάννη. Και δεν τον βλέπω να αποχωρεί σύντομα – αν και στην πραγματικότητα τη Γαύδο δεν την αποχωρίζεσαι ποτέ. Τα δύο τελευταία χρόνια, με αφορμή και την καραντίνα, γύρω στους 40 με 50 σκηνίτες από την Ελλάδα και την Ευρώπη ξεχειμώνιασαν στις καβάτζες του Σαρακήνικου, του Άϊ Γιάννη και του Λαβρακά διπλασιάζοντας τον ντόπιο πληθυσμό! Διανύουν βίο λιτό και απέριττο, ψαρεύουν, κουβαλούν με τα πόδια νερό κι άλλα εφόδια, απασχολούνται σε οικοδομικές εργασίες αλλά και ως προσωπικό στα μπαρ και τα εστιατόρια του νησιού, που εξαιτίας τους παρέμειναν ανοιχτά και τον χειμώνα. Κρατούν καλές σχέσεις με τους ντόπιους, αφού όπως με πληροφορεί ο Νίκος ο «Μετρ», ένα βράδυ στην καβάτζα του στην άκρη του Άϊ Γιάννη, έχουν πολλά κοινά μεταξύ τους με σπουδαιότερο την αντίληψη για το χρήμα και το Ευ ζην. Δουλεύουν τόσο, όσο και δεν τους νοιάζει να κρατήσουν για αύριο. «Τα ξοδεύουμε όλα για να περνάμε καλά. Δεν σκεφτόμαστε τι θα γίνει του χρόνου… του χρόνου, βλέπουμε!» Χτίστης και μουσικός, τον έφεραν εδώ μια απώλεια ζωής και μια λευχαιμία. Το νησί τον δυνάμωσε, θα μου πει, βρήκε τη γιατρειά του. Περπατά πάντα ξυπόλυτος και τα κουβαλά όλα με τα πόδια. Δεν θέλει ούτε ψυγειάκι, ούτε βαρκάκι ή κανό, ούτε καν ποδήλατο. Πλανεύτρα η ευκολία οδηγεί σε μονοπάτια σκοτεινά και δύσβατα. Παρέα με τον Στάθη κι άλλους μουσικούς – που αγαπούν ιδιαίτερα να επισκέπτονται τη Γαύδο τα καλοκαίρια – τραγουδάμε Χαΐνηδες αντικρυστά στο κύμα και τα θεόρατα κρητικά βουνά. Κι αν συγκρατούν σαν καστέλι τον βοριά, στη Γαύδο δεν πρόκειται να τη γλυτώσεις από τους αέρηδες που λυσσομανούν…

Η Ίλβα θα με βοηθήσει να βρω την καβάτζα μου. Είναι από τη Ρωσία και ζει μεταξύ Βερολίνου και Γαύδου, όπου έρχεται μαζί με την 5χρονη κόρη της τα τελευταία χρόνια από τον Μάη ως τον Οκτώβρη. Οι δυο τους μοιάζει σαν να έχουν βγει από τη «Γαλάζια λίμνη». Πέρα από την «πλατεία» και κάτω από τη «λεωφόρο», πίσω από τον «καφενέ» και το «μαγειρείο» βρισκόταν ο μεγάλος, γέρικος και κατάκοπος κέδρος που με φιλοξένησε. Κι αν τσακισμένος από τη δίψα και τον άνεμο, εδώ απόλαυσα τον καλύτερο μεσημεριάτικο ύπνο, είδα τον πιο ονειρεμένο έναστρο ουρανό, κούρνιασα να προστατευτώ από τους αέρηδες. Όχι, δεν είναι εύκολος προορισμός η Γαύδος αλλά τις νύχτες το μάτι εστιάζει αυθόρμητα στον πολικό αστέρα κι αφήνεται να παρακολουθεί γύρω του τ’ άστρα να συνδέονται σε κύκλο, σαν χορό, μέχρι μια πύρινη μακριά ουρά από ένα πεφταστέρι να σε επαναφέρει στην πραγματικότητα. Με ένα τρόπο ο ουρανός στη Γαύδο σου επιβάλλεται, σε οδηγεί, κάπως σαν τον Οδυσσέα, ναυαγό στον έρωτα της Καλυψούς, θεά της μυθικής Ωγυγίας. «Τη δέκατη πια νύχτα με πήγαν οι αθάνατοι θεοί στην Ωγυγία, όπου μια φοβερή θεά πανώρια κατοικούσε, η Καλυψώ και πρόθυμα να με φιλοξενήσει με πήρε αυτή και μ’ έφερε και σ’ όλη τη ζωή μου αθάνατο κι αγέραστο μου ‘λεγε να με κάμει…» Και παρότι ο Καλλίμαχος ο Κυρηναίος, αλεξανδρινός ποιητής του 4ου μ.Χ. αιώνα, αναφέρε,ι πως η ομηρική Ωγυγία ήταν η Γαύδος, αυτό δεν είναι καθόλου σίγουρο. Αλλά εμείς θα υποθέσουμε πως είναι: «Κόρωνε (η Καλυψώ) στη σχάρα μια φωτιά μεγάλη και μοσκοβόλαγε ένα γύρο το νησί, που καίγονταν ο κέδρος ο καλόσχιστος κι η θούγια… Πουλιά με τα φτερά τους τεντωμένα, τώρα πάνω στους κλώνους κούρνιαζαν: γεράκια, κουκουβάγιες και μακρύγλωσσες θαλασσινές κουρούνες, που ξόδεψαν τη μέρα τους στη θάλασσα», περιγράφει ο Όμηρος.

Βλέπεις, αυτά που αναζητά κανείς στο νησί, κι εκείνο σου τα προσφέρει τόσο απλόχερα, ούτε πουλιούνται, ούτε αγοράζονται – αλίμονο!

«Τα ξοδεύουμε όλα για να περνάμε καλά. Δεν σκεφτόμαστε τι θα γίνει το χρόνου… του χρόνου, βλέπουμε!»

Κι αν στην πραγματικότητα δεν είναι κέδροι του λιβάνου αλλά άρκευθοι οι οξύκεδροι (που στην Ελλάδα συνηθίζουμε να ονομάζουμε κέδρα ή αγριόκεδρα) ελάχιστη σημασία έχει. Τι να πρωτοπεί κανείς γι’ αυτά τα ζωντανά γλυπτά που καθορίζουν τον τόπο και το τοπίο. Στην Κύπρο λέγονται αόρατοι, μα θα ‘πρεπε να λέγονται αθάνατοι, αφού ζουν ακόμη κι όταν ξεραθούν. Οι ρίζες τους παραμένουν ζωντανές και με έναν τρόπο το ίδιο κάνει και το σώμα τους. Λείοι, σμιλεμένοι κορμοί και κάτασπροι, ν’ αντανακλούν το φως του πρωινού, να καθρεφτίζουν το τελευταίο. Κουφάρια που χορεύουν τον περήφανο αλλόκοτο χορό τους. Έργα τέχνης στο άπειρο με δημιουργό τη φυσική ροή του συνεχές. Αν παρατηρήσεις προσεκτικά θα δεις πως εγγράφεται επάνω τους ο χρόνος, η υπομονή, η δύναμη· κι αν κλάψεις θα σε νιώσουν. Εννοείται πως δεν κόβεις ούτε το παραμικρό τους κλαδάκι – ούτε για να ζεσταθείς, ούτε για να μαγειρέψεις, για να βολέψεις τη σκηνή σου ή για να τους πάρεις σπίτι σου. Ένα έργο τέχνης είδα να διαδραματίζεται μπροστά μου την πρώτη δύση στον Άϊ Γιάννη με τον Νταλί να χορεύει με τον άνεμο, τον χορό των… πουλιών και δυο άντρες πίσω του να αποχαιρετούν τον ήλιο σε στάση διαλογισμού. Θέλω να χορέψω κι εγώ αλλά στην πραγματικότητα χορεύω με την ίδια μου την παρουσία – τίποτα δεν θα ‘ταν το ίδιο χωρίς εμένα. «Χρέος πρώτο. Κάνε τον ήλιο να κλάψει», γράφει ο ποιητής Γιώργος Κοκκινίδης, ο «άνθρωπος που ενόχλησε το σύμπαν», για χρόνια φιλοξενούμενος στο Θεραπευτήριο Ψυχικών Παθήσεων Χανίων. Σε τέτοιες ποιότητες απευθύνεται το νησί.

Το ηλιοβασίλεμα σε όλη τη βορειοδυτική ακτή αποτελεί μια είδους ιεροτελεστία. Είτε χαμηλά, στην παραλία του Άϊ Γιάννη, απολαμβάνοντας έναν φρεσκοψημένο ελληνικό, είτε ψηλά στους αμμόλοφους, πέρα στον Λαβρακά, πιο πέρα στην Σταυρόλιμνη, την Χρυσή Άμμο ή τον Ποταμό – τις ωραιότερες παραλίες που έχω αντικρύσει ποτέ μου ως τώρα. Στον Λαβρακά, τα τελευταία χρόνια, έχει δημιουργηθεί από τους σκηνίτες μια άτυπη οικοκοινότητα. Υπάρχει και χτιστό πηγάδι για πόσιμο νερό – το «Θεόνερο», όπως συνήθιζαν να λένε στη Γαύδο το βρόχινο νερό, που μαζεύονταν στις στέρνες των σπιτιών. Το νερό στο νησί ήταν και είναι λιγοστό. Σκέψου πως παλιά οι κάτοικοι για να πλύνουν τα ρούχα τους χρειάζονταν να πάρουν άδεια από τη χωροφυλακή…

Το περπάτημα μέχρι τον Ποταμό, με αφετηρία την παραλία του Αϊ Γιάννη, είτε μέσα από το κεδρόδασος και το εκκλησάκι του Άϊ Γιώργη, είτε παράλληλα με την ακτή, είναι ό,τι καλύτερο έχει να προτείνει η Γαύδος για αρχή. Μια διαδρομή μαγική από τις πολλές που διαθέτει το νησί – στην πραγματικότητα μπορείς να το γυρίσεις όλο με τα πόδια. Μόνος ή με παρέα, θα σου κάνει καλό, αφού κι η πιο μικρή βόλτα μοιάζει με κάποιου είδους προσκύνημα. Τον Ποταμό μπορείς να τον προσεγγίσεις συντομότερα κι από το κατακόρυφης κλίσης μονοπάτι που ξεκινά από τον οικισμό της Αμπέλου. Το τοπίο, είναι πραγματικά απίστευτο, όπως και το γεγονός πως ακόμη κι εδώ, στην άκρη της σιωπής, μένουν και ξεχειμωνιάζουν άνθρωποι…

Τόσο στην Άμπελο, όσο και στους τρεις οικισμούς του νησιού, τα λιθόκτιστα μισογκρεμισμένα σπίτια σχεδόν δεν διακρίνονται, είναι ένα με το τοπίο. Ο Γιώργης του Φάρου, μαζί με τη μητέρα και τον γιο του που έρχεται τα καλοκαίρια, είναι και ο μοναδικοί κάτοικοι του χωριού. Ένας σύγχρονος φαροφύλακας που υποδέχεται στην μικρή του καντίνα τους επισκέπτες του Φάρου που αποτελεί ακόμη μια εξαιρετική τοποθεσία για να απολαύσεις το ηλιοβασίλεμα. Ο Φάρος της Γαύδου κατασκευάστηκε το 1880 και λειτουργούσε με πετρέλαιο και φυτίλι. Ήταν περιστρεφόμενος και ορατός σε απόσταση 42 μιλίων – τη δεύτερη μεγαλύτερη απόσταση στον κόσμο εκείνη την εποχή, μετά τον φάρο της Γης του Πυρρός. Το 1942, βομβαρδίστηκε από τους Γερμανούς, σήμερα όμως έχει αναστηλωθεί κι είναι επισκέψιμος μέσα-έξω κι ο Γιώργης πάντα εδώ, να σε φιλέψει μια ρακή.

Κάθε δειλινό ο Άλεξ κατεβαίνει στην αμμουδιά του Άϊ Γιάννη στήνοντας με ευλάβεια τη μια πέτρα πάνω στην άλλη. Με τρόπο εντελώς ανορθόδοξο σαν να αψηφά τον νόμο της βαρύτητας, σε ένα εφήμερο έργο τέχνης που σύντομα θα καταπιεί ο βοριάς. «Μα πως τα καταφέρνεις;» τον ρωτώ. «Αφού είμαι αλλού!» μου απαντά, χαμογελαστός όπως πάντα. «Τόσοι αιώνες πέρασαν και μέχρι τώρα δεν έχει βρεθεί πραγματική απόδειξη ότι ο νόμος του Νεύτωνα ισχύει», διαβάζω λίγο αργότερα σε συνέντευξη των Ρώσων πυρηνικών επιστημόνων που κατέφθασαν στο νησί μετά την καταστροφή του Τσέρνομπιλ. Αναζητούσαν το μέρος με τη λιγότερη ραδιενέργεια στον κόσμο, μαζί κι έναν κόσμο που αξίζει κανείς μέσα του να ζει… Μελετούν τον

 Πλάτωνα και τον Πυθαγόρα, λατρεύουν τον Ντοστογιέφσκι και δεν πιστεύουν σε κανέναν θεό, πιστεύοντας ταυτόχρονα σε όλους: «Όλα τα πειράματα είναι φτιαγμένα έτσι για να καταλήγουν σε απόδειξη. Κι εσύ στο σχολείο μαθαίνεις ότι λειτουργεί, το θυμάσαι και το πιστεύεις για μια ζωή. Σαν τη θρησκεία». Αφαλατώνουν θαλασσινό νερό που το ζεσταίνουν με ηλιακούς συλλέκτες που κατασκευάζουν από γυάλινα μπουκάλια, χρησιμοποιούν τσικουδιά ως καύσιμο για ηλεκτροκόλληση κι έχουν χτίσει μέσα στη γη ένα πυρηνικό καταφύγιο όπου συναθροίζονται φιλοσοφώντας περί Αθανασίας: «τον μοναδικό και αποκλειστικό προορισμό και εσωτερική επιθυμία του ανθρώπου». Όσο για τον τρόπο που θα μπορούσε να επιτευχθεί μια τέτοια κατάσταση; «Είναι αμιγώς ανθρωπιστικός, και σε καμία περίπτωση, δια μέσου κοινωνικών και φυσικών επιστημών», λένε στην ταινία «Οι Αθάνατοι – στο νοτιότερο άκρο της Ευρώπης» και καταλήγουν: «Δεν θέλουμε να είμαστε πια επιστήμονες. Η επιστήμη αντιπροσωπεύει ένα πολύ μικρό τμήμα της ανθρώπινης νοημοσύνης…»

Κι αν δεν κατάφεραν ποτέ να χτίσουν στη Γαύδο, τον Ναό του Απόλλωνα, όπως τον είχαν οραματιστεί, άφησαν στο ακρωτήρι της Τρυπητής την πολυφωτογραφημένη γιγάντια καρέκλα θέλοντας, ίσως, να κάνουν ένα εικαστικό σχόλιο για τον προορισμό του ανθρώπου και την ιδέα της ανθρώπινης ύπαρξης. Το ακρωτήρι βρίσκεται στο νοτιότερο άκρο του νησιού εισχωρώντας, με τρεις διαδοχικές καμάρες, μες τη θάλασσα. Το απύθμενο βάθος, δίνει στα νερά έναν σκούρο μπλε τόνο…

Όσο για τον Απόλλωνα; Μια τεμαχισμένη επιγραφή – μισή βρέθηκε στη Γορτυνία, το 1927 κι άλλη μισή το 1960, εντοιχισμένη σε ένα αγροτόσπιτο της Μεσσαράς Ηρακλείου – οι αρχαιολόγοι λεν πως ανήκε αδιαμφησβήτητα στον Ναό του Πυθίου Απόλλωνα, μαρτυρώντας παράλληλα τη στενή σχέση των Γαυδίων με την πανίσχυρη Γόρτυνα του 3ου π.Χ. αιώνα. Σύμφωνα με την επιγραφή, οι κάτοικοι της «Καύδου» μπορούσαν να κατοικούν ελεύθεροι και αυτόνομοι στο νησί καταβάλλοντας το 1/10 απ’ όλα τα γεννήματα που παράγει η γη τους, πέντε χιλιάδες χόες αλατιού και 200 μεδίμνους από καρπούς του κέδρου (κεδροκούκουτσα). «Και από τα λάφυρα των πλοίων που ναυαγούν στις ξέρες ή στη θάλασσα, το 1/10 να είναι του Απόλλωνα του Πυθίου...»

Το μονοπάτι για την Τρυπητή ξεκινά από τον οικισμό Βατσιανά, τόπο διαμονής των Ρώσων επιστημόνων. Αν και μακρύτερο, το ομορφότερο περπάτημα ως εκεί είναι από τον Κόρφο στα Νοτιοανατολικά, τη μόνη παραλία της Γαύδου, μαζί με το Σαρακήνικο, που δεν χρειάζεται να την προσεγγίσεις περπατώντας. Η ερημική, άλλοτε παραλία του Σαρακήνικου, ήταν αυτή που, κάποιες δεκαετίες πριν, προσέλκυσε τους πρώτους κατασκηνωτές του νησιού. Δεν άργησαν να ξεφυτρώσουν παντού μπαρ, καφέ και ταβερνάκια προκειμένου να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες τους. Κι αν πολλοί έως σήμερα επιλέγουν να μείνουν εδώ, οι περισσότεροι μεταφέρθηκαν σιγά-σιγά στο κεδρόδασος του Άϊ Γιάννη. Μια περιοχή που προστατεύεται από τα προγράμματα LIFE και NATURA αλλά και από τους ίδιους τους κατασκηνωτές που τη φυλούν, σαν τα μάτια τους, από οποιαδήποτε οικονομική δραστηριότητα. Βλέπεις, αυτά που αναζητά κανείς στο νησί, κι εκείνο σου τα προσφέρει τόσο απλόχερα, ούτε πουλιούνται, ούτε αγοράζονται – αλίμονο!

Στη βορινή πλευρά του Σαρακήνικου, με θέα-πιάτο τη φεγγαρόλουστη ανεμοδαρμένη ακτή, βρίσκονται «Οι εξόριστοι», το «σπίτι του Άρη», όπως έμεινε στην καθομιλουμένη, που σήμερα λειτουργεί σαν καφέ-μπαρ. Στο κτίσμα αυτό, την περίοδο του Μεσοπολέμου, κατοικούσαν οι εξόριστοι κομμουνιστές, μεταξύ των οποίων ο Άρης Βελουχιώτης και ο Μενέλαος Λουντέμης, κι αργότερα εξόριστοι φυματικοί και βαριά άρρωστοι. Όσο για την «Ωγυγία», σήμερα δανείζει το όνομά της σε μια από τις ταβέρνες του Σαρακήνικου, ακριβώς στην αντίπερα όχθη. Εδώ, που ένα βράδυ ευτύχισα να παρευρεθώ σε ένα αποχαιρετιστήριο γλέντι στη μνήμη του θρυλικού «Μεξικάνου». Ήταν από εκείνα τα μυσταγωγικά του νησιού, όπου νιώθεις αυτή τη μέθεξη να ανυψώνει τα πάντα – κι εσένα μαζί. «Δως του, δως του κι όπου πάει, τούτη η γης θα μας εφάει», χορεύουν αγκαλιά οι θαμώνες γύρω από τον λυράρη που παίζει στον ρυθμό τον Ικαριώτικο.

«Ό,τι δεις εδώ, ό,τι ακούσεις εδώ, ό,τι ζήσεις εδώ, ας το να μείνει», διαβάζω γραμμένα με κιμωλία στα αγγλικά, σε μια ταμπέλα στην «Άκρη» του Σαρακήνικου. Ένα από τα σπίτια που χωρισμένα στη μέση λειτουργούν ταυτόχρονα σαν καφενεία, μπαρ ή εστιατόρια. Ο «Λίβας» στον Άϊ Γιάννη και ο «Καραπιστόλας» στα Βατσιανά είναι δύο ακόμη από αυτά. Παντού, φυσικά, θα δοκιμάσεις τη σπεσιαλιτέ του τόπου, το τσιγαριαστό κατσικάκι που ψήνεται με τις ώρες στην κατσαρόλα μόνο με κρεμμύδι και ελαιόλαδο – ποιος βιάζεται εδώ άλλωστε... Και πάλι, όμως, τίποτα δεν συγκρίνεται με το φαγητό στις «καβάτζες» το οποία είχα αρχικά υποτιμήσει επειδή μαγειρεύεται χωρίς πολλά κομφόρ, με πενιχρά μέσα, έξω στην ύπαιθρο. Εκεί ακριβώς ήταν όμως το μυστικό!

Αρακάς με πατάτες γιαχνί, φακές με αγριομανίταρα, ντομάτα με τ’ αυγό, ψαρόσουπα με θαλασσινό νερό και σκάροι, απευθείας από τη θάλασσα στο τηγάνι – δεν έχω φάει πιο νόστιμα. Λες και το αλατοπίπερο της ζωής να βρίσκεται τελικά στην αφαίρεση.

Η Γαύδος αποτελεί ένα ταξίδι προσωπικής αναμέτρησης. Καθώς τα πάντα καίγονται στην πυρά του ήλιου, τα δέντρα καρτερούν την υγρασία της νύχτας να ξεδιψάσουν, το αλάτι κι οι αέρηδες ξηραίνουν δέρμα και μαλλιά, το γλυκό νερό είναι πολυτέλεια κι οι σκορπιοί παραθερίζουν τις νύχτες πλάι στους παράτολμους ταξιδευτές που γειώνονται στην άμμο μονό με έναν υπνόσακο – το νησί σε αγριεύει. Μα από την άλλη υπάρχει πάντα και παντού αυτή η αίσθηση της αλληλεγγύης. Δεν θα χαθείς, δεν θα διψάσεις, δεν θα ξεμείνεις και στα δύσκολα πάντα κάποιος θα βρεθεί δίπλα σου, σαν από μηχανής θεός, να σε υποστηρίξει. Δεν υπάρχει ιδανικότερο μέρος να κάνει κάποιος μόνος διακοπές, ακόμη κι αν είναι γυναίκα, νιώθοντας ταυτόχρονα ασφάλεια κι απόλυτη ελευθερία. Ναι, μπορείς να τα ‘χεις και τα δύο. Κι τελικά αν αποφασίσεις να έρθεις, να μείνεις το ελάχιστο έναν ολόκληρο κύκλο του φεγγαριού, να δεις τους αμμόλοφους να φεγγοβολούν και τη νύχτα να διαστέλλεται. Και να θυμάσαι πως η ώρα του αποχωρισμού, θα ‘ναι δύσκολη, μαζί και λυτρωτική – όπως ακριβώς η Γαύδος.

«Χαίρε, πέτρα ή ποτίσασα τούς διψώντας τήν ζωήν. Χαίρε, ξύλον ευσκιόφυλλον, υφ’ ου σκέπονται πολλοί. Χαίρε, στολή τών γυμνών παρρησίας…», θα θυμάμαι πάντα τον Αντρέα να ορθώνει το σώμα του προς την Ανατολή, με το ένα χέρι στην καρδιά και το άλλο στον ουρανό να απευθύνει χαιρετισμό, σαν κάποιου είδους σιωπηρό Ακάθιστο ύμνο. Στον τελευταίο κέδρο στάθηκα κι εγώ, κοιτώντας για λίγο πίσω μου, να απευθύνω κι εγώ με τη σειρά μου τον δικό μου:  στον Ανδρέα, το Λιζάκι, τον Στάθη, τον Άρη, τη Μπετίνα, τον Βαγγέλη, τη Ντολουνάη, τον «Μετρ», την Ελένη και τη Γεωργία, τους Γιώργηδες, τον Γιάννη, τον κύριο Σίφη, τον Άλεξ, τη Σάρα, την Κριστιάν – τη Γαλλίδα ποδοσφαιρίστρια, που μου σώσε τη ζωή απεγκλωβίζοντας με από τον γκρεμό της Χρυσής Άμμου, την ώρα που σκεφτόμουν πως είναι στ’ αλήθεια όμορφο να πεθαίνει κανείς σε έναν τόπο όπου τα πάντα δύναται να διασταλούν· και, απλά, το κάνουν. «Ήταν να φύγω σήμερα αλλά κάτι με κράτησε πίσω, θα ήταν μάλλον για να σε σώσω», μου είπε η μοναδική επισκέπτρια της παραλίας εκείνο το δειλινό του Ιούλη υπενθυμίζοντάς μου για ακόμη μια φορά την τεράστια δύναμη της μιας και μοναδικής ανθρώπινης παρουσίας και της συν-Ύπαρξης και πως οφείλω να στέκομαι αντάξιά της. Κι ότι στο δίλλημα «μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα», υπάρχει πάντα και το επάνω – «Namaste», που θα πει: Υποκλίνομαι.

 

 

Προτάσεις

0
Shares

Σας αρέσει το site μας?

Ακολουθήστε μας στα social και δεν θα το μετανιώσετε...

0
Shares