Γλύπτης Χαλεπάς

Ο Γιαννούλης της Τήνου

Ο Γιαννούλης ήταν ο πρωτότοκος του μαστρο-Γιάννη, πετυχημένου μαρμαρογλύπτη με παραρτήματα της μεγάλης του επιχείρησης στο Βουκουρέστι, τη Σμύρνη και τον Πειραιά. Η οικογένεια ήθελε τον Γιαννούλη έμπορο, αλλά εκείνος προτιμούσε να χαϊδεύει το μάρμαρο και να το ζωντανεύει με τη σμίλη του. Και τα κατάφερε κι έγινε ο καλύτερος. Μόνο που το πλήρωσε ακριβά. Εδώ δεν θα μιλήσουμε για τα χρόνια του θριάμβου, μα για τα μαύρα χρόνια της απώλειας, της απόγνωσης, της τρέλας. Η δημιουργία δεν τον εγκατέλειψε ποτέ, ούτε τις πιο σκοτεινές του ώρες, όμως δεν κατάφερε να την προστατέψει. Όταν τον τύλιξε το σκοτάδι, που τον κράτησε μέσα του πάνω από τριάντα χρόνια, είχε ήδη προλάβει να φτιάξει κάποια από τα πιο διάσημα γλυπτά του, ανάμεσά τους και την «Κοιμωμένη». Ο Γιαννούλης αγάπησε πολύ ένα κορίτσι απ’ τον τόπο του, μα οι γονείς της του αρνήθηκαν το χέρι και την καρδιά της. Οι καλλιτέχνες, ξέρετε, έχουν πολύ ευαίσθητες καρδιές, πληγώνονται εύκολα και βαθιά, παρασέρνουν στον πόνο τους και το μυαλό. Βούλιαξε, λοιπόν, στον πόνο του ο νεαρός Γιαννούλης για τη Μαριγώ, και η οικογένεια τον έστειλε στην Ιταλία, να αλλάξει τον αέρα του και τη διάθεσή του. Για λίγο μόνο, καθώς με το που γύρισε στην πατρίδα, κλείστηκε στον εαυτό του, βυθίστηκε στη σιωπή, μιλούσε μόνος του, γελούσε χωρίς λόγο. Όλα τα σημάδια έδειχναν άνθρωπο τρελό. Και τον συγκεκριμένο «τρελό άνθρωπο» τον κλείδωσαν στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας. Εκείνος συνέχιζε ακατάπαυστα να δημιουργεί, σχέδια σε χαρτί και προπλάσματα σε πηλό, που του τα έσκιζαν και τα έσπαγαν γιατί, για τη σπαργανική ψυχιατρική, η δημιουργία ήταν αιτία κι αφορμή της τρέλας. Δεκατέσσερα χρόνια έμεινε στην Κέρκυρα ο Γιαννούλης. Μετά τον θάνατο τού μαστρο-Γιάννη, τον πήρε σπίτι τους στον Πύργο της Τήνου η μάνα του. Για να τον προσέχει, υποτίθεται, για να τον βοηθά και να τον γιατρέψει. Μα στερώντας του και η ίδια αυτό που θα αποτελούσε την πραγματική, τη μοναδική του θεραπεία, που δεν ήταν άλλο από τη δημιουργία, την εξάσκηση της τέχνης του. Τα χέρια της μάνας, αυτή τη φορά, έσκιζαν τα σχέδιά του, κατέστρεφαν τα γλυπτά του, το άγρυπνο μάτι της τον επιτιμούσε κάθε φορά που τον έβλεπε μ’ ένα κομμάτι κάρβουνο στο χέρι ή με το καλέμι του. Η ίδια του η μάνα, περισσότερο από τον καθένα, καταδίκασε τον πρωτογενή της στη ζωή του περιθωριακού, του γραφικού, του τρελού του χωριού, του τρισάθλιου περίγελου. Ο ιδιοφυής και χαρισματικός καλλιτέχνης είχε καταντήσει ο τελευταίος προβατοβοσκός. Κι έζησε έτσι άλλα δεκαπέντε χρόνια. Είναι φορές που ο θάνατος του γονιού απελευθερώνει το παιδί, όσο λυπηρό κι αν ακούγεται αυτό. Και, στην περίπτωση του Γιαννούλη, συνέβη ακριβώς αυτό. Ο θάνατος της μάνας του τον λευτέρωσε, κι εκείνος άρχισε πάλι να δημιουργεί. Και δούλευε φρενιασμένα, ασταμάτητα, με ζέση κι επιμονή πραγματικού τρελού, ίσως για να κερδίσει τα χαμένα τριάντα χρόνια της απραξίας –της ανυπαρξίας, στην ουσία–, ίσως για να βγάλει τους κρυμμένους μέσα του θησαυρούς, την πραγματική του περιουσία. Και αυτό έκανε ακατάπαυστα για τα υπόλοιπα είκοσι δύο χρόνια που του απέμεναν πάνω σ’ αυτή τη γη.

Όταν τον τύλιξε το σκοτάδι, που τον κράτησε μέσα του πάνω από τριάντα χρόνια, είχε ήδη προλάβει να φτιάξει κάποια από τα πιο διάσημα γλυπτά του, ανάμεσά τους και την "Κοιμωμένη".

Προτάσεις

info's

Μόνιμη έκθεση με έργα του μεγάλου καλλιτέχνη της νεοελληνικής μας γλυπτικής εκτίθενται στο Πολυμέρειο Ίδρυμα Τηνιακού Πολιτισμού και στο Μουσείο Τηνίων Καλλιτεχνών στη Χώρα της Τήνου. Σε Μουσείο Γιαννούλη Χαλεπά έχει μεταμορφωθεί και το πατρικό σπίτι του θρυλικού γλύπτη στον Πύργο της Τήνου, ενώ με έργα του εκπροσωπείται και ακριβώς δίπλα, στο Μουσείο Τηνίων Καλλιτεχνών Πύργου.

Θα το βρείτε στο

τεύχος 116

0
Shares

Σας αρέσει το site μας?

Ακολουθήστε μας στα social και δεν θα το μετανιώσετε...

0
Shares