Το ελληνικό παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν

Παραμυθάς και ταξιδευτής, αυτό ήταν ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Κι ευτυχώς γιατί αυτές οι δυο του ιδιότητες ευθύνονται για τον μαγικό κόσμο της παιδικής μας ηλικίας. Όλοι γνωρίζουν τα παραμύθια του, μ’ αυτά μεγάλωσαν γενιές και γενιές. Αρκετοί επίσης γνωρίζουν και τα εξαιρετικά ταξιδιωτικά του κείμενα, πολύτιμες μαρτυρίες για τα μέρη που είχε επισκεφθεί. Λιγότεροι έχουν κατά νου ότι ανάμεσα στα ταξίδια του συμπεριλαμβανόταν και ένα στην Ελλάδα, την άνοιξη του 1841. Και, τέλος, ελάχιστοι είναι γνώστες του «ελληνικού παραμυθιού» του Άντερσεν, δύο φορές μεταφρασμένου στα ελληνικά.

Στις 19 Μαρτίου 1841, το ατμόπλοιο «Λεωνίδας» δένει στη Σύρο. Ανάμεσα στους επιβάτες του και ο μεγάλος Δανός παραμυθάς, στο πρώτο του ταξίδι στην Ελλάδα. Την επομένη, θα αποβιβαστεί στον Πειραιά και θα ξεκινήσει την περιήγησή του στην Αθήνα, την οποία ερωτεύεται. Η δανέζικη παροικία, που την εποχή εκείνη αριθμούσε πολλά μέλη, τον υποδέχεται, τον φιλοξενεί και τον ξεναγεί. Επισκέπτεται με άμαξα τα αξιοθέατα της Αθήνας, το Θησείο, τον Κολωνό, το Φάληρο. Φτάνει μέχρι το Μαρούσι και την Κηφισιά. Γιορτάζει τα γενέθλιά του στις 2 Απριλίου στην Ακρόπολη, ανεβαίνοντας μάλιστα στον ιερό βράχο δύο φορές εκείνη την ημέρα, μία το πρωί και μία το βράδυ. Στην Αθήνα, οικοδεσπότες του είναι οι συμπατριώτες του αδελφοί Κρίστιαν και Θεόφιλος Χάνσεν, αρχιτέκτονες, που έκτισαν πολλά από τα σπουδαία κτίρια των Αθηνών, όπως το Πανεπιστήμιο, την Ακαδημία, τη Βιβλιοθήκη και το Νομισματοκοπείο. Διοργανώνουν βραδιές ανάγνωσης του έργου του σε λογοτεχνικούς κύκλους της Αθήνας και καταφέρνουν να προσκληθεί στο παλάτι και να γίνει δεκτός από τον Όθωνα και την Αμαλία. Η επίσκεψη του Άντερσεν στην Ελλάδα θα διαρκέσει ένα μήνα και θα αφήσει πίσω της καταγεγραμμένες στα «Ημερολόγια» τις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις. Θα μας δώσει, όμως, και το μοναδικό ελληνικό παραμύθι του, περισσότερο διήγημα παρά παραμύθι κατά τη γνώμη μου, με τίτλο «Ο αδελφοποιτός μου» και υπότιτλο «Το ελληνόπουλο». Στο συγκεκριμένο κείμενο είναι εμφανέστατη η αγάπη του Άντερσεν για την Ελλάδα, καθώς και η εκτίμηση και ο θαυμασμός που έτρεφε για τους Έλληνες. Η υπόθεση διαδραματίζεται πριν από την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον τουρκικό ζυγό, και είναι ένας ύμνος στη φιλία και το ελληνικό φιλότιμο, από τη μία, και την υπέροχη ελληνική φύση, από την άλλη. Ο μύθος εκτυλίσσεται στους Δελφούς και τα βάσανα της σκλαβιάς, οι παρηγοριές της, οι άνθρωποι που τυραννιούνται μα ξέρουν, παράλληλα, να αγαπούν, να μοιράζονται, να αγωνίζονται, οι παιδικές φιλίες –αγνές, άδολες και διαχρονικές– και κυρίως η μεγαλειώδης, μαγική και μαγευτική φύση του τοπίου των Δελφών αποτελούν το ιδεολογικό, ψυχολογικό και συναισθηματικό υπόβαθρο της ιστορίας. Όλα τα παραπάνω γίνονται άμεσα αντιληπτά, ήδη από τις πρώτες φράσεις του διηγήματος. «Τώρα μόλις γυρίσαμε από ένα ταξίδι στην Ανατολή. Κι όμως, η καρδιά μας γυρεύει πάλι να πάμε στα μέρη εκείνα. Πού όμως; Στη Σπάρτη, στις Μυκήνες ή στους Δελφούς; Υπάρχουν χιλιάδες τόποι στα μέρη εκείνα, που και τ’ όνομά τους μονάχα κάνει την καρδιά μας να χτυπάη δυνατά». Και πιο κάτω: «Η φύση εκεί δείχνει όλο το μεγαλείο της, και κάθε σημείο απ’ όπου περνάει ο ταξιδιώτης είναι γεμάτο ιστορία και θρύλους. Όλο το ταξίδι είναι ένα χάρμα για τα μάτια και για το νου. Ο ποιητής θα βρει εκεί θέματα που θα τον εμπνεύσουν, ο ζωγράφος τοπία που θα τον συναρπάσουν. Ούτε όμως ο ποιητής ούτε και ο ζωγράφος θα μπορέσουν ποτέ να αποδώσουν την ατμόσφαιρα του ιστορικού μεγαλείου που τυλίγει την κάθε πλαγιά, το κάθε άλσος, την κάθε πέτρα εκεί». Εκτός, όμως, από τη λαμπρή ελληνική φύση, εξίσου λεπτομερείς είναι και οι ήρωες της ελληνικής ιστορίας του Άντερσεν. Οι Έλληνες της εποχής, οι λαχτάρες και τα όνειρά τους, τα ήθη και τα έθιμά τους περιγράφονται γλαφυρά και πειστικά από τον Δανό και κάθε λέξη, κάθε πρόταση, κάθε παράγραφος ξεχειλίζει από την αγάπη του για την Ελλάδα και τους Έλληνες. Ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν αναχώρησε από τον Πειραιά στις 20 Απριλίου 1841. Γερμένος στην κουπαστή του πλοίου που τον έπαιρνε από την Ελλάδα κι αγναντεύοντας τον ναό του Ποσειδώνα στις Καβοκολόνες (στο Σούνιο), έγραψε στο ημερολόγιό του: «Είμαι λυπημένος, αισθάνομαι σαν στο σπίτι μου εδώ». Σημείωση: Το «ελληνικό παραμύθι» του Άντερσεν μεταφράστηκε στα ελληνικά δύο φορές. Τη μία από τον Γ. Πράτσικα με τον τίτλο «Το σύμφωνο φιλίας» και δημοσιεύτηκε στη Νέα Εστία το 1964, και τη δεύτερη από τον Σ. Πρωτόπαπα, με τίτλο «Ο αδελφοποιτός μου - Το Ελληνόπουλο», που συμπεριλαμβανόταν στον τρίτο τόμο της έκδοσης του 1965 των Απάντων του Άντερσεν, από τις Εκδόσεις Ι.Δ. Αρσενίδη

«Υπάρχουν χιλιάδες τόποι στα μέρη εκείνα, που και τ' όνομά τους μονάχα κάνει την καρδιά μας να χτυπάη δυνατά…»

Προτάσεις

0
Shares

Σας αρέσει το site μας?

Ακολουθήστε μας στα social και δεν θα το μετανιώσετε...

0
Shares