Τσεσμές κι Αλάτσατα

Ypotitlos: «Καρσί», όπως απέναντι…
Photo anoigmatos:
Κείμενα: Θάλεια Νουάρου
Photographer(s): Θάλεια Νουάρου
Teuxos: τεύχος 138
Prologos: «Καρσί» σημαίνει απέναντι, αντικρινά και καμιά φορά σημαίνει κι αντιμέτωπα. Απέναντι, όπως τα φώτα του Τσεσμέ που ‘βλεπα τα καλοκαίρια από μικρή να λαμπυρίζουν από την προκυμαία της Χίου ή ψηλά από τις κορυφογραμμές του Αίπους. Σε πολλούς επισκέπτες προκαλούσαν φόβο και δέος για τον «αντίπαλο», μα για μένα – τόσο που τα ‘χω συνηθίσει – τα φώτα απέναντι είναι πάντα τα φώτα του Τσεσμέ, η Ερυθραία, η ρίζα μου.
Quote 1: «Μας φέρθηκαν χειρότερα κι από ζώα κι ας ήμασταν αδέρφια τους. Για κάθε κακό που γινόταν εμάς τους πρόσφυγες κατηγορούσαν. Οι ντόπιοι μας φωνάζανε ‘τουρκόσπορους’ και μας καίγανε στην καρδιά…»
Quote 2: Η ίδια η ονομασία των Αλατσάτων έχει ρίζα ελληνική, με την πιο πιθανή ερμηνεία να οφείλεται στις ξέρες αλατιού που υπάρχουν ακόμη νότια της πόλης και στη χιώτικη κι ερυθιανή ντοπιολαλιά αποκαλούταν «αλάτσατα».
Quote 3: «Έχω γνωρίσει πολλούς Έλληνες στη ζωή μου. Μοιάζουμε τόσο πολύ που πραγματικά δεν μπορώ να καταλάβω γιατί έχουμε εχθρότητα μεταξύ μας».
Keimeno (part1):

Σεπτέμβριος, μήνας αφιερωμένος στη Μικρασιατική καταστροφή κι είναι χρόνια τώρα που ήθελα να κάνω ένα αφιέρωμα στις αλλοτινές μας πατρίδες – το χρωστούσα στη ρίζα μου. Ήταν 13 Σεπτεμβρίου του 1922, παραμονές της καταστροφής, που ένας Τούρκος φίλος του προπάππου μού ήρθε επίσκεψη στο σπίτι. Κατέβασε το σαρίκι του και είπε: «Γιώργη, αύριο έρχονται οι Τσέτες. Θα σας σφάξουν όλους, μπορεί κι εμένα που είμαι τώρα εδώ και σας προειδοποιώ. Πάρε τη φαμίλια σου και φύγετε...» Με ένα μπογαλάκι στον ώμο κατέβηκαν στα Ασπροχώματα, νότια του Τσεσμέ, βρήκαν έναν Χιώτη βαρκάρη και τους πέρασε απέναντι. Ο άλλος μου παππούς, από το ίδιο χωριό, την Κάτω Παναγιά της Μικράς Ασίας, στάθηκε λιγότερο τυχερός μα και πάλι κατάφερε και πέρασε απέναντι. Τα μισά του αδέρφια, μωρά ακόμη, έφυγαν γρήγορα από την πνευμονία, μα και πάλι ήταν πιο τυχερός από τους χιλιάδες που σφάχτηκαν ή πνίγηκαν στη θάλασσα, όταν τα από τα γύρω «συμμαχικά» πλοία τούς κατέβρεχαν με καυτά νερά και τους έκοβαν τα δάχτυλα στην προσπάθειά τους να ανέβουν επάνω και να σωθούν.

Στη Χίο έμειναν σε καταυλισμούς εντός του Κάστρου, άλλοι ρίζωσαν εδώ, άλλοι έφυγαν για τον Πειραιά, την Κυλλήνη, την Αυστραλία και αλλού. Δύσκολα τα χρόνια που ακολούθησαν, δίχως το βιος τους, εξαθλιωμένοι, βρόμικοι κι ανεπιθύμητοι – βαρύ το τίμημα της προσφυγιάς απ’ όπου κι αν προέρχεται. «Μας φέρθηκαν χειρότερα κι από ζώα κι ας ήμασταν αδέρφια τους. Για κάθε κακό που γινόταν εμάς τους πρόσφυγες κατηγορούσαν. Τα παιδιά των προσφύγων τα χτύπαγαν, ενώ τα δικά τους τα φοβέριζαν ότι αν δεν ήταν φρόνιμα θα τα έδιναν στους πρόσφυγες να τα φάνε. Οι ντόπιοι μας φωνάζανε «τουρκόσπορους» και μας καίγανε στην καρδιά. Το μίσος αυτό έμεινε για πολλά χρόνια…» έγραφε ο Κωνσταντίνος Κόντου με καταγωγή από τα Βουρλά, γεννηθείς το 1924 στη Στυλίδα. Πέρασαν πολλά χρόνια ώστε όλοι αυτοί οι άνθρωποι να ενσωματωθούν και να αναγνωριστεί τελικά η τεράστια συμβολή τους στα γράμματα, το εμπόριο, την τέχνη, τον πολιτισμό.

 

Keimeno (part2):

Τσεσμές

Απέναντι, λοιπόν. Τόσο κοντά και τόσο μακριά... Τρία μονάχα τέταρτα κρατάει σήμερα η διαδρομή με ένα από τα τρία πλοιάρια που πραγματοποιούν καθημερινά δρομολόγια για το λιμάνι του Τσεσμέ, με την υπέρλαμπρη πλέον μαρίνα του που κατασκευάστηκε τα τελευταία χρόνια από ιδιώτη. Τα δυο λιμάνια βρίσκονται αντικρυστά, γεγονός που φανερώνει τις στενές σχέσεις των δύο τόπων για πάνω από 4000 χρόνια, που το Αιγαίο ήταν πέρασμα και όχι σύνορο. Χρόνια τώρα, άλλωστε, οι Χιώτες πηγαινοέρχονται για ψώνια στην Τουρκία, στα μεγάλα παζάρια στη Σμύρνη και στ’ Αλάτσατα, ψωνίζουν έπιπλα, ρούχα, νυφικά κι αμέτρητοι Τούρκοι κάνουν ακριβώς την αντίθετη διαδρομή, φτάνοντας πια να αποτελούν τον κύριο εξωτερικό τουρισμό του νησιού.

«Τσέσμε» στα Τούρκικα σημαίνει κρήνη ή σιντριβάνι, ονομασία που πήρε από τις πολλές βρύσες που υπήρχαν διάσπαρτες στην περιοχή, όμως οι Μικρασιάτες Έλληνες που κατοικούσαν στα παράλια της Ερυθραίας, κράτησαν την τούρκικη ονομασία του: Τσεσμές. Είναι το δυτικότερο λιμάνι της Τουρκίας κι εδώ ήταν κάποτε η αρχαία ιωνική πόλη Ερυθρές. Από τον 18ου αιώνα κατέφτασαν εδώ μετανάστες από την Πελοπόννησο (οι λεγόμενοι «Μοραΐτες») κι άλλοι Έλληνες, κυρίως από τα νησιά του Αιγαίου, με αποτέλεσμα πριν την καταστροφή ολόκληρη η επαρχία του Τσεσμέ, με τα Αλάτσατα, την Κάτω Παναγιά (Τσίφτλικ), την Αγία Παρασκευή (Κιόστε), το Λυθρί, το Ρεΐς Ντερέ και 13 ακόμη οικισμούς, αριθμούσε συνολικά 52.000 ελληνορθόδοξους Ρωμιούς και 8.000 Τούρκους μουσουλμάνους. Οι σχέσεις των ανθρώπων εκείνων, των Τούρκων και των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, ήταν άριστες. Είχαν αναπτύξει μεταξύ τους φιλίες κι εμπορικές συναλλαγές, ζούσαν μαζί, συνεργάζονταν, αλληλοβοηθούνταν κι υποστηρίζονταν… Από την καλή εκείνη σχέση έμεινε η συμπάθεια και ο σεβασμός που δείχνουν οι σημερινοί κάτοικοι των παραλίων για τους Έλληνες. Το αντιλαμβάνεται κανείς από την πρώτη φορά που θα πατήσει το πόδι του απέναντι. Παλιότερα άκουγες και λίγα ελληνικά, αφού πολλοί από τους προγόνους των σημερινών κατοίκων έζησαν στην Κρήτη και τη Θεσσαλονίκη και επέστρεψαν με τις ανταλλαγές των πληθυσμών, το 1923. Τα χρόνια έχουν περάσει, οι γενιές εκείνες έχουν παρέλθει κι οι απόγονοι ξέχασαν τα ελληνικά, θυμούνται όμως τη γιαγιά ή τον παππού τους που τα μιλούσε.

Είχα γύρω στα πέντε χρόνια να περάσω απέναντι, σήμερα που τα πάντα χορεύουν στον βωμό του χρήματος και της ελεύθερης αγοράς. Ακρίβεια φίλοι. Ακρίβεια παντού, τα ίδια προβλήματα, οι ίδιες ανισότητες που ταλανίζουν τις σύγχρονες κοινωνίες. Κι ενώ η ισοτιμία της τουρκικής λίρας έχει φτάσει το 1 προς 28 έναντι του δολαρίου, οι Τούρκοι έρχονται για διακοπές στην Ελλάδα – και μάλιστα σε προορισμούς όπως οι Σαντορίνη – επειδή πλέον είμαστε φθηνότεροι απ’ αυτούς, όπως μας είπαν, για να διαπιστώσω έκθαμβη πως αυτό πια είναι γεγονός! Όταν ο κατώτερος μισθός στην Τουρκία είναι γύρω στα 400 δολάρια, η φτώχεια είναι αμέτρητη, οι πλούσιοι όμως είναι πολλοί…

 

Το Κάστρο και ο Άγιος Χαράλαμπος

Οι οικονομίες έχουν πλέον τρελαθεί, σκεφτόμουν καθώς αγνάντευα τη Χίο από απέναντι, ψηλά από το Κάστρο του Τσεσμέ που χτίστηκε τον 14ο αιώνα από τους Γενοβέζους. Στο εσωτερικό του φιλοξενεί μουσείο με κειμήλια από την Κλασική, την Ελληνιστική, τη Ρωμαϊκή και τη νεότερη εποχή, καθώς και μια αίθουσα αφιερωμένη στη Ρωσοτουρκική ναυμαχία του Τσεσμέ, που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια των Ορλωφικών, το 1770. Και καθώς οι Τούρκοι επιτηδευμένα αποφεύγουν να αναφέρουν οτιδήποτε αφορά τον ελληνισμό, οι ιστορικές και αρχαιολογικές πληροφορίες έρχονται μόνο από τις χρονολογίες των εκθεμάτων. Στις διαμορφωμένες, λοιπόν, αίθουσες ο επισκέπτης θα δει μια μεγάλη συλλογή από αμφορείς, αρχαία κιούπια για το κρασί και το λάδι, χωρίς βάση, με «μύτη» η οποία τα στερέωνε στο χώμα. Έχουν ανασυρθεί από διάφορα ναυάγια της περιοχής κι έρχονται από τη Χίο, τη Ρόδο, τη Σάμο, τη Λέσβο, την Κω κ.ά. Ακόμη δύο αίθουσες περιλαμβάνουν μεγάλη συλλογή από μικροκεραμικά, εργαλεία και κοσμήματα των κλασικών, των ελληνιστικών και των ρωμαϊκών χρόνων.

Από τα νεότερα εκθέματα ξεχωρίζει η μαρμάρινη ανάγλυφη πλάκα που έχει φιλοτεχνήσει ο Ιωάννης Χαλεπάς κι απεικονίζει την Παναγία με τον Χριστό της αγκαλιά της. «Δώρον Ιωάννη Χαλεπά, 1883» αναγράφει πάνω της, χαραγμένη με ελληνικά, χωρίς άλλη επιπλέον πληροφορία. Ο πρωτομάστορας Χαλεπάς, πατέρας του Γιαννούλη της Τήνου, εργάστηκε σε όλες σχεδόν τις ελληνικές εκκλησιές της επαρχίας τους Τσεσμέ και πέθανε στ’ Αλάτσατα το 1901. Τα πρώτα χρόνια απαγορεύονταν οι εκκλησίες, παρά μόνο κάποια παραπήγματα όπου επιτρεπόταν η προσευχή και η τέλεση κάποιων μυστηρίων στα κρυφά, όμως μετά τη Συνθήκη της Ανδριανούπολης, το 1829, η τούρκικη κυβέρνηση ήταν πιο ανεκτική προς τους Χριστιανούς των δυτικών παραλίων.

Σαν ξερονήσι φαντάζει από απέναντι η Χίος, έτσι που ‘χει απομείνει, χωρίς καθόλου πράσινο, εδώ από τα ψηλά του Κάστρου με τα σκόρπια αετώματα αρχαίων ναών, τις οβίδες και τα κανόνια που κοιτούν… απέναντι. Πλοιάρια πάνε κι έρχονται αδιάκοπα από τη μια, κι από την άλλη αγναντεύεις τα κεραμοσκέπαστα σπιτάκια του Τσεσμέ, μια ελληνική άλλοτε συνοικία όπου πριν την καταστροφή κατοικούσαν 17.000 Έλληνες και 2.000 μουσουλμάνοι…

Παράδεισο αναφέρουν τα μέρη τούτα οι αφηγήσεις, εύφορα, γεμάτα αμπέλια, ελιές, λεμονιές. Μια βόλτα στα γραφικά στενά του Τσεσμέ με τα παλιά πλακόστρωτα, τα σπίτια με τους «κιοσέδες» και τα τουριστικά μαγαζιά με το χαρακτηριστικό «μάτι» και τους ανεμόμυλους, καταλήγει στην όμορφη πλατεία που απλώνεται γύρω από τον άλλοτε Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Χαραλάμπους. Η μεγαλόπρεπη εκκλησιά χτίστηκε το 1832 και σήμερα έχει μεταμορφωθεί σε χώρο που φιλοξενεί εικαστικές εκθέσεις. Εδώ λέγεται πως είχαν κρυφτεί τα γυναικόπαιδα του Τσεσμέ κατά τη διάρκεια της καταστροφής. Έχουν γίνει σημαντικές εργασίες για την αποκατάστασή του ναού, ώστε ψηλά στους θόλους να υπάρχουν ζωηρές οι τοιχογραφίες του, ενώ το 2016 λειτούργησε ξανά με μια αρχιερατική θεία λειτουργία και έκτοτε λειτουργεί κάθε χρόνο ανήμερα της γιορτής του Αγίου. Στον περίβολο πίσω από το ιερό, πολύχρωμα τραπέζια κάτω από την τεράστια μουριά υποδέχονται τους επισκέπτες με τούρκικο καφεδάκι και μεζέ – μια εικόνα που αν την απομονώσεις σου κάνει εντελώς Ελλάδα.

Τα κάδρα μου «σφιχτά», αφήνουν έξω τις τούρκικες σημαίες και τα σημαιάκια που ανεμίζουν παντού, αφού οι Τούρκοι αρέσκονται στους σημαιοστολισμούς, χωρίς να είναι απαραίτητα κάποια γιορτή ή αργία. Καφενέδες και τραπεζάκια στη λιακάδα, πολύχρωμοι ναργιλέδες και παλιά χρωματιστά σπίτια συνθέτουν μια εικόνα τόσο, μα τόσο οικεία. Τούρκικη Ριβιέρα αποκαλείται η περιοχή που αποτελεί τον πλέον δημοφιλή τουριστικό προορισμό της Τουρκίας και τον ιδανικότερο τόπο στον κόσμο για σερφ. Διαθέτει ατέλειωτες αμμουδιές, με γιγάντια κτίσματα επάνω τους – τα πάντα πουλημένα σε ιδιώτες – και με αντίτιμο εισόδου (3 ευρώ) σε όλες τους. «Μάθαμε τι έγινε στην Ελλάδα με το κίνημα για τις ελεύθερες παραλίες, μακάρι να γινόταν το ίδιο κι εδώ, δεν μπορούν οι άνθρωποι να κάνουν ελεύθερα ένα μπάνιο», θα μας πουν…

 

Keimeno (part3):

Αλάτσατα

Δέκα μόλις χιλιόμετρα από τον Τσεσμέ, τα Αλάτσατα αποτέλεσαν μια αμιγώς ελληνική συνοικία, που στην πρώτη δεκαετία του 1900 αριθμούσε 15000-19.000 Έλληνες και 50-100 Τούρκους ή και καθόλου. Τόπος εύφορος και δροσερός, με τους αέρηδες να φυσούν αδιάκοπα, τοπόσημό τους αποτελούν οι πέντε ιστορικοί ανεμόμυλοι που είναι τοποθετημένοι σε ύψωμα στα βορειοδυτικά της πόλης, προσφέροντας αμφιθεατρική θέα σε ολόκληρο το χωριό. Αντίκρυ τους και μες στον αστικό ιστό, οι σύγχρονες ανεμογεννήτριες εκμεταλλεύονται σήμερα τη δύναμη του αέρα.

Αγρότες από τη Χίο, ήταν οι πρώτοι κάτοικοι των Αλατσάτων όταν γύρω στα μέσα του 17ου αιώνα ήρθαν να καλλιεργήσουν τα τσιφλίκια δύο Τούρκων αγάδων. Αρβανίτες από τα Αρβανιτοχώρια της Καρύστου και της Χαλκίδας ήρθαν επίσης στη δούλεψή τους ως παραγιοί. «Κοντά στον Μεμή Αγά περάσανε καλά γιατί αυτοί ήταν εργατικοί και τίμιοι και αυτός τους αγαπούσε για τον κόπο και τη δύναμη στα χέρια τους. Μετά μήνυσαν και σε άλλους και ήρθανε σ’ αυτά τα μέρη της Μικράς Ασίας και σιγά σιγά αρχίσανε να κάνουνε περιουσίες. Σαν πλήθυναν ακόμη περισσότερο, ο Αγάς τους έδωσε τη μεριά του Αρβανίτικου για να κάμουνε σπίτια και να βάλουνε μέσα τις φαμίλιες τους. Εκεί πρωτογεννήκανε τα Αλάτσατα» αφηγούταν ο Γιώργος Γαλατιανός, γεννηθείς στα Αλάτσατα το 1901.

Η περιοχή γνώριζε μεγάλο πλούτο και ευμάρεια, ήταν οικονομικό και πνευματικό κέντρο της περιοχής. Μάλιστα, μετά τον μεγάλο σεισμό της Χίου, το 1881, που άφησε πίσω του χιλιάδες νεκρούς και συντρίμμια, και στις δυο πλευρές του Αιγαίου, η τούρκικη διοίκηση έδωσε εντολή να ξαναχτιστεί το χωριό ακριβώς στα πρότυπα του παλιού, φέρνοντας γι’ αυτό το σκοπό χτιστάδες από τη Χίο. Κι είναι στ’ αληθινά κουκλίστικο, αφού κρατά μέχρι σήμερα το Αιγαιοπελαγίτικο χρώμα του. Διώροφα αρχοντικά χτισμένα από λευκή λιθοδομή, περίτεχνα σαχνισιά γεμάτα χρώμα, κεραμιδένιες στέγες, πόρτες και χρωματιστά παραθύρια, μπαλκόνια με χυτά κάγκελα, εσωτερικές αυλές διακοσμημένες με ξύλινες πολύχρωμες πιατοθήκες… Γωνιές με αμιγώς ελληνικό χαρακτήρα θυμίζουν τη Μάνη, τη Λέσβο, τα Δωδεκάνησα...

Μετά την καταστροφή, που έφερε στην Ελλάδα γύρω στο ένα εκατομμύριο πρόσφυγες, εγκαταστάθηκαν στα ερημωμένα χωριά της Μικρασίας χιλιάδες ανταλλάξιμοι τουρκαλβανοί, μουσουλμάνοι και τουρκόφωνοι από την Τσαμουριά, τη βόρεια Ελλάδα και την Κρήτη. Άνθρωποι φτωχοί που στην πλειοψηφία τους δεν είχαν τα χρήματα να συντηρήσουν και να αναδείξουν τα παλιά αυτά αρχοντικά, με αποτέλεσμα τα μέρη αυτά να παρακμάσουν. Ύστερα όμως, ήρθε ο τουρισμός! Τα σπίτια πουλήθηκαν σε ξένα κεφάλαια και σήμερα έχουν μεταμορφωθεί σε καλαίσθητα art-boutique ξενοδοχεία με πισίνες, ακριβά εστιατόρια, bar και καφέ. Συναντάς επίσης εργαστήρια κεραμικής, art shop, ταβερνάκια και μαγαζιά με ρούχα και σουβενίρ και σχεδόν καμία κατοικία. Κάποια από τα παλιά κτίρια έχουν μείνει σε εκείνους τους Τούρκους που πρωτοήρθαν εδώ και τα έχουν μεταμορφώσει σε καφέ-παλαιοπωλεία. Χαζεύω τα πορσελάνινα φλυτζάνια, τις κορνίζες με τα κεντήματα, τα παλιά βιβλία και τ’ αντικείμενα, τις αρχοντικές πολυθρόνες κι τ’ ακόμη παλιότερα ξύλινα σκεύη όπου τρίβανε το σιτάρι κ.ά. Λίγη ακόμη Ελλάδα, σκέφτομαι, αφού οι άνθρωποι τότε εγκατέλειψαν τα σπίτια τους όπως ακριβώς ήταν, με όλη τους την πραμάτεια. Εικαστικές παρεμβάσεις στα παλιά κτίσματα δίνουν τον τόνο του σύγχρονου μέσα στο παλιό…

 

Πίσω απ’ την κουρτίνα

Δύο πυρήνες είχαν τα πρώτα χρόνια τα Αλάτσατα, τα «Πανωχωριανά» με τον αστικό χαρακτήρα, γεγονός που το διαπιστώνει κανείς από τη σημερινή αίγλη και τη χλιδή τους, και τα «Κατωχωριανά» με τα ταπεινά αγροτόσπιτα. Αρκετά από αυτά, εγκαταλειμμένα σήμερα, διατηρούν ανέπαφη την αυθεντία της οικιστικής μνήμης. Το 1830, θεμελιώθηκε ανάμεσά τους η Παναγιά η Αλατσατιανή κι ένωσε τις δύο γειτονιές, δημιουργώντας τα «Μεσοχωριανά», την πολύβουη σήμερα «Alacati Carsi», όπου δεσπόζει ακόμη η μεγαλόπρεπη εκκλησιά (Μεγάλο Τζαμί).  Καμωμένος ολόκληρος με τη λευκή χαρακτηριστική πέτρα, ο ναός είναι έργο του Τηνιακού αρχιτέκτονα Ε. Κολανάρη και στο θεμελίωμά του μαζεύτηκε όλο το χωριό να σκάψει. Εγκαινιάστηκε το 1833, μένοντας όρθιος ως σήμερα να κρατά ζωντανή την ιστορική μνήμη. Όμως, η μοναδική ιδιαιτερότητά του έγκειται στο γεγονός ότι είναι ένα ναός διττός, καθώς οι Τούρκοι διατήρησαν και ανέδειξαν το μεγαλοπρεπές μαρμάρινο επιχρυσωμένο τέμπλο που φιλοτέχνησε ο Ι. Χαλεπάς, το 1872. Όμοια, έχουν αναδειχθεί οι αγιογραφίες που ανήκουν στον αξιόλογο ζωγράφο, Σ. Μάγκλη από την Κάλυμνο. Μια βαριά πράσινη κουρτίνα καλύπτει τέμπλο και ιερό από τον υπόλοιπο ναό, ξεχωρίζοντας τους χώρους όπου προσεύχονται οι γυναίκες και οι άντρες μουσουλμάνοι. Το 2011 πραγματοποιήθηκε εδώ πανηγυρικός εσπερινός κι έκτοτε επετειακά και κατόπιν αιτήματος λειτουργεί και ως Χριστιανικός ναός!

Μεσημεράκι σ’ ένα από τα διπλανά καφέ, αναμένουμε το κάλεσμα του Μουεζίνη για τη μεσημεριανή προσευχή, πίνοντας ένα αριάνι, το ρόφημα από γιαούρτι, νερό και αλάτι που είναι ιδιαίτερα αγαπητό στην Ανατολή. Δυο νεαρές κοπέλες με μαντήλα και άπταιστα αγγλικά με ενημερώνουν για την ακριβή ώρα της προσευχής, η οποία ανακοινώνεται πλέον ονλάιν! Έξω στον περίβολο, ένα γκρουπ Ελλήνων από τη Βόρεια Ελλάδα παρακολουθεί την ξεναγό να ενημερώνει για τα βοτσαλωτά στον αυλόγυρο του ναού (όμοια με αυτά της Χίου), που απεικονίζουν το αστέρι της Βεργίνας και τον δικέφαλο αετό. Ελάχιστο ενδιαφέρον δείχνουν για τη μαρμάρινη πλάκα με τα ανάγλυφα ελληνικά που έχει μείνει ακόμη αναρτημένη στα νότια του ναού. Αντίθετα, έχουν μεγάλο ενδιαφέρον για το που θα φαν τον καλό τον μπακλαβά...

Τα μεγάφωνα ηχούν και υπό τις οδηγίες του Ιμάμη ντύνομαι τη μαντήλα, καλύπτω τους ώμους και φορώ τη μακριά φούστα. Κρύβω την κάμερα, καθώς η φωτογράφηση απαγορεύεται, και εισέρχομαι στον ναό όπου λιγοστοί μουσουλμάνοι προσεύχονται με κατεύθυνση τη Μέκκα, έχοντας στο πλάι τους το Ιερό που κοιτά προς την Ανατολή. Μια μόνο γυναίκα προσεύχεται πίσω απ’ την κουρτίνα, ενώ θαυμάζω το πολυτελές λαξευτό τέμπλο που μαρτυρά την απίστευτη ευρωστία του χωριού εκείνα τα χρόνια. Προλαβαίνω κάποιες λήψεις πριν ο Ιμάμης έρθει να επιβλέψει τον χώρο και να κάνει παρατήρηση σε ακόμη δυο επισκέπτες που έχουν ανέβει επάνω στα σκαλιά του Ιερού, καθώς η ορθόδοξη θρησκεία το απαγορεύει. Είναι αξιοσημείωτο ότι γνωρίζει και σέβεται την ιστορικότητα του ναού, αλλά και τις δύο θρησκείες που συστεγάζει.

 

«Η Μύκονος της Τουρκίας»

Με τους τούρκους μοιάζουμε πολύ στη φιλοσοφία του μεζέ, έτσι στα τραπεζάκια θα δείτε αραδιασμένα μικρά πιατάκια με θαλασσινά και αλείμματα που καταναλώνονται συνοδεία του τουρκικού τσίπουρου (Yeni Raki) ένα πολύ δυνατό αλκοολούχο απόσταγμα σταφυλιού με γλυκάνισο. Παρά την απαγόρευση του αλκοόλ από τη θρησκεία τους, στα Αλάτσατα πίνουν όλοι. Είναι ευρέως διαδεδομένες οι κοινές λέξεις στο λεξιλόγιο της γαστρονομίας μας (ιμάμ, κεμπάπ, «κιοφτέ», «ντολμά», μπακλαβά, ρακή), με μια βόλτα όμως στην υπαίθρια λαϊκή που οργανώνεται κάθε Σάββατο στ’ Αλάτσατα, ανακαλύψαμε καινούριες: φάβα, μπάμια, αγκινάρα, τουρσί αλλά και κοκορέτσ(ι) – που στην Τουρκία γίνεται χωρίς εντόσθια παρά μόνο με εντεράκι στη σούβλα. Η ίδια η ονομασία των Αλατσάτων έχει μάλιστα ρίζα ελληνική, με την πιο πιθανή ερμηνεία να οφείλεται στις ξέρες αλατιού που υπάρχουν ακόμη νότια της πόλης και στη χιώτικη κι ερυθιανή ντοπιολαλιά αποκαλούταν «αλάτσατα».

Στην περατζάδα μας από τα μαγαζιά ακούσαμε Θεοδωράκη, Πρωτοψάλτη, Παπαρίζου και Μανώλη Αγγελόπουλο με τούρκικους στίχους. Η σύγχρονη εμπορική μουσική της Τουρκίας μοιάζει απελπιστικά με την αντίστοιχη δική μας, έτσι τα βράδια τα πλημμυρισμένα από τον κόσμο στενά γίνονται ένα απέραντο «σκυλάδικο» με τσιφτετέλια πάνω στα τραπέζια. Σαν να είσαι στην Ελλάδα. Κι επειδή χρόνια τώρα αποφεύγω αυτού του είδους τον συνωστισμό απ’ όπου κι αν προέρχεται, ένιωσα πραγματικά ασφυχτικά ανάμεσα σε τόσες χιλιάδες κόσμου αρχές του Σεπτέμβρη… Όσο για τις τιμές, να ενημερώσω πως ένας τούρκικος καφές στα Αλάτσατα κοστίζει περί τα 10 ευρώ και ένα γεύμα μ΄ ένα μόνο ποτηράκι κρασί, είναι γύρω στα 50 ευρώ το άτομο!

Τα πρωινά τα πάντα κυλούν σε πιο χαλαρούς ρυθμούς κι είναι πραγματικά όμορφα να χάνεσαι στα δαιδαλώδη στενάκια των Αλατσάτων. Γνωρίσαμε την κ. Αϊνούς, γόνο Τούρκων από την Κρήτη και την Κω που ξέχασε τα λιγοστά ελληνικά που γνώριζε από τη γιαγιά και τη μητέρα της. Τη γλυκιά Ναζλί που έπειτα από τα «Σύνορα της αγάπης», την Τούρκικη σειρά που αγαπήθηκε εξίσου και στις δυο χώρες, αποφάσισε να μάθει ελληνικά. Τον Τσέμρε, έναν νεαρό καλλιτέχνη από τη Φατιχιέ που ζει σε οικοκοινότες δίπλα στη φύση, αντιπροσωπεύοντας την εναλλακτική γενιά της Τουρκίας αλλά και τον Άϊντο που φορά ορθόδοξο σταυρό: «Είμαι Χριστιανός» αποκρίθηκε όταν τον ρωτήσαμε. «Είμαστε ελεύθεροι να διαλέξουμε τη θρησκεία μας κι εγώ, ύστερα από έρευνα, αποφάσισα ότι θέλω να ζω σύμφωνα με τις αρχές του Χριστιανισμού». Ελάχιστα, τέλος, βλέπεις μαντήλα κι αν τη δεις, οι γυναίκες που τη φορούν είναι εξαιρετικά καλοντυμένες και μιλούν τα αγγλικά σαν τη μητρική τους γλώσσα. Το κοσμικό πρόσωπο της Τουρκίας μου ήταν οικείο καθώς είναι ευρέως διαδομένο σε όλα τα παραλία. Μια αξιοσημείωτη διαφορά που εντόπισα αυτή τη φορά, είναι ότι ο κόσμος ήταν λαλίστατος σε σχέση με παλιότερα (κι ιδιαίτερα μετά τα γεγονότα της πλατείας Ταξίμ) που κανείς δεν τολμούσε να κάνει την παραμικρή αναφορά σε πολιτική. «Η οικονομία μας δεν πάει καλά», «ο πληθωρισμός καλπάζει», «είναι πάρα πολύ δύσκολα, αλλά φταίνε αυτοί που ψηφίζουν τους ίδιους και τους ίδιους», ακούσαμε από πολλά στόματα…

«Έχω γνωρίσει πολλούς Έλληνες στη ζωή μου», θα μας πει ο οδηγός κατά την επιστροφή μας στο λιμάνι. «Μοιάζουμε τόσο πολύ που πραγματικά δεν μπορώ να καταλάβω γιατί έχουμε εχθρότητα μεταξύ μας». Η πολιτική φροντίζει οπωσδήποτε γι’ αυτό, του αποκρινόμαστε, οι άνθρωποι ελάχιστα έχουν να χωρίσουν αναμεταξύ τους. Κοινός εχθρός παραμένει η φτώχεια, οι κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες που διαρκώς αμβλύνουν. Σκεφτείτε πως το εισιτήριο γι’ απέναντι, που πριν λίγο καιρό κόστιζε 10-15 ευρώ, σήμερα κοστίζει 40 – μα το σπουδαιότερο, πως η μεγάλη πλειοψηφία των Τούρκων πολιτών δεν θα δει ποτέ στη ζωή του αυτά εδώ τα μέρη...

Νύχτωσε και τα φώτα λάμπουν πάλι στον Τσεσμέ. Αναρωτιέμαι τι θα μήνυε σήμερα η Διδώ Σωτηρίου στα περίφημα «Ματωμένα Χώματα», σε εκείνον τον αφέντη του Κιορ Μεμέτ και την κοινή μας γη που κάποτε ποτίσαμε με αίμα… 

 

 

 

 

Photos (set 1):
  • images/138/alatsata/gpDSC_6325.jpg, Η Χίος από το Κάστρο του Τσεσμέ.
  • images/138/alatsata/gpDSC_6382.jpg, Η πλαϊνή είσοδος του Αγίου Χαραλάμπους.
  • images/138/alatsata/gpDSC_6400.jpg, Τοιχογραφίες στον θόλο του Αγίου Χαραλάμπους.
  • images/138/alatsata/gp20230902_095106.jpg, Παραδοσιακό τούρκικο πρωινό.
  • images/138/alatsata/gpDSC_6599.jpg, Χρωματιστές αυλόπορτες. Λίγη ακόμη Ελλάδα.
  • images/138/alatsata/gpDSC_6685.jpg, Χαμόγελα, στη λαϊκή αγορά των Αλατσάτων.
Photos (set 2):
  • images/138/alatsata/gp20230901_113447.jpg, Στο Μουσείο του Κάστρου.
  • images/138/alatsata/gpDSC_6314.jpg, Το εσωτερικό του Γενοβέζικου Κάστρου του Τσεσμέ.
  • images/138/alatsata/gpDSC_6274.jpg, «Δώρον Ιωάννη Χαλεπά, 1883», στο Μουσείο του Κάστρου.
  • images/138/alatsata/gpDSC_6474.jpg, Η κ. Αϊνούς με τον γιο της, απόγονοι Τούρκων από την Κρήτη και την Κω.
  • images/138/alatsata/gpDSC_6667.jpg, Τραπεζάκια έξω, στη λιακάδα.
  • images/138/alatsata/gpDSC_6760.jpg, Ένα από τα πολλά παλιά ελληνικά σπίτια που έχουν μεταμορφωθεί σε Airbnb.
  • images/138/alatsata/gp20230903_154826.jpg, Εικαστικές παρεμβάσεις στα πολύβουα στενά.
Photos (set 3):
  • images/138/alatsata/gpDSC_6651.jpg, Το εντυπωσιακό μαρμάρινο τέμπλο του Ιωάννη Χαλεπά στέκει ακόμα στην Παναγιά των Αλατσάτων.
  • images/138/alatsata/gpDSC_6621.jpg, Το αστέρι της Βεργίνας. Βοτσαλωτό στον περίβολο του ναού.
  • images/138/alatsata/gpDSC_6521.jpg, Οι ιστορικοί ανεμόμυλοι των Αλατσάτων.
  • images/138/alatsata/gpDSC_6781.jpg, Ελληνικό χρώμα στα στενά των Αλατσάτων.
  • images/138/alatsata/gpDSC_6927.jpg, Ελληνικός ή τούρκικος; Ο ελληνικός κερδίζει με διαφορά!
  • images/138/alatsata/gpDSC_6996.jpg, Ο Τσέμρε, εκπρόσωπος της εναλλακτικής γενιάς της Τουρκίας, στην αυλή παλιού πέτρινου ελληνικού σπιτιού.
Related Articles: τεύχος 138

Σούμα όταν πιεις…

Ypotitlos: Στα καζάνια της Αμανής
Photo anoigmatos:
Κείμενα: Θάλεια Νουάρου
Photographer(s): Θάλεια Νουάρου
Teuxos: τεύχος 135
Prologos: «Ο Ρυμικής είναι ο άνθρωπός σου», θα μου πουν οι φίλοι από τη Χίο, όταν ανακοίνωσα πως θέλω να κάνω ένα αφιέρωμα στο παραδοσιακό καζάνισμα της σούμας, το «ρεμπίκο του σύκου» απ’ τις συκιές που αφθονούν σε όλο το νησί. Στη χιώτικη ντοπιολαλιά, «νεμπικαριά» λένε τα καζαναριά που λειτουργούν στο νησί απ’ άκρη σ’ άκρη, όμως εδώ που θα σε φέρω σπάνια κάποιος θα βρεθεί να σ’ ανεβάσει. Βρισκόμαστε στην Αμανή, στα «Βορειόχωρα» της Χίου, το πιο άγνωστο και παραγκωνισμένο κομμάτι αυτού του τόσο πλούσιου κι ανόθευτου ακόμη τόπου. Σε μέρη παρθένα, μοναχικά κι αυθεντικότατα, όπου η παράδοση καλά κρατεί και η φύση οργιάζει.
Quote 1: «Ο καθένας έφερνε ό,τι είχε. Άλλος σύκα, άλλος καρύδια, αμύγδαλα, κάνα ψάρι που ‘χε πιάσει και στηνότανε το γλέντι…»
Quote 2: «Απόσταξη μπορείς να πάρεις από όλα τα φρούτα, εδώ είχαμε περίσσια σύκων», θα μου πει ο κύριος Μάμας κι εγώ πάνω από κάθε βαρέλι να παίρνω τ’ αρώματα απ’ το εκάστοτε χαρμάνι.
Quote 3: Πόσα λίτρα σούμας να ‘χουν ταξιδέψει άραγε ανά τις ηπείρους περνώντας τα τελωνεία του κόσμου ως «Holy water» δηλαδή Αγίασμα…
Keimeno (part1):

Από Νοέμβρη μέχρι και Γενάρη, οι άμβυκες φορτώνονται με ξύλα και τα «νεμπικαριά» μεταμορφώνονται σε άτυπες εστίες συνάθροισης για τους κατοίκους των απομακρυσμένων αυτών χωριών, όπου συχνά δεν συναντάς ούτ’ ένα καφενείο. Σούμα, το λοιπόν, για να ζεσταθείς, ν’ αλλάξεις δυο κουβέντες πλάι στο καζάνι συνοδεία του απαραίτητου μεζέ και κάποτε μεγάλα γλέντια, οι λεγόμενες «καθισιές», με
όργανα, χορό και φαγοπότι. Κι αργότερα, σούμα παγωμένη να ξεκουμπώνουν τα νοήματα καθώς δροσίζονται από τα καλοκαίρια. Κάπως έτσι, το περίφημο απόσταγμα αποκτά για το νησί χαρακτήρα ιεροτελεστίας. Το ραντεβού δόθηκε στο «νεμπικαριό» του Κώστα Ρυμική στ’ Αγιάσματα, τον βορειότερο οικισμό του νησιού που μοιράζονται η Κέραμος και τα Λεπτόποδα – το άγνωστό σε πολλούς και ωραιότερο για κάποιους χωριό της Χίου! Το στοίχημα για μένα ήταν να αντικρύσω το οικείο με την καινούρια ματιά του ταξιδευτή, σκεφτόμουν καθώς ανηφορίζαμε τις χαρακτηριστικές στροφές του Αίπους. Παρέα μου ο Κώστας Μάγκος, σπηλαιοεξερευνητής και φυσιοδίφης, θα μοιραστεί τις γνώσεις και την αγάπη του για τον τόπο. Έπειτα από τα γυμνά οροπέδια με την κατάλευκη πέτρα που λαμποκοπά κάτω από τον απέραντο ουρανό, θα προσπεράσουμε τη Βολισσό, το πανέμορφο κεφαλοχώρι της Αμανής, και θα τραβήξουμε ακόμη βορειότερα…


Παλαιά Ποταμιά


Μικρή-μεγάλη στάση στην Παλαιά Ποταμιά, ένα από τα χωριά «φαντάσματα του νησιού», το πιο ιδιαίτερο, ίσως, μαζί με τον περίφημο Ανάβατο. Βρίσκεται χτισμένο μέσα σε μια δασωμένη χαράδρα κι ο θρύλος θέλει τους κατοίκους του να το εγκαταλείπουν εν μια νυκτί χτίζοντας παραδίπλα, την προσήλια Νέα Ποταμιά. Ο ήλιος έβλεπε για δύο μόνο ώρες το χωριό στο βάθος αυτής της απόκρημνης χαράδρας κι οι κάτοικοι αρρώσταιναν από φυματίωση... Ένα με το βουνό, τα πέτρινα ερειπωμένα σπιτάκια της σχεδόν δεν ξεχωρίζουν από μακριά. «Πέτρα βουβή στο βορινό…» μου έρχεται αναπόφευκτα στο νου, η ποιητική Βάθεια της Μάνης και της Αλεξίας Τούλιου… Κάτι κοινό ψυχανεμίζομαι στα δυο χωριά, αφού κι εδώ, εντός των σπιτιών, βλέπεις ακόμη έπιπλα και αντικείμενα παρατημένα, τον απόηχο μιας παρουσίας μες στην ανθρώπινη σιωπή του δασωμένου τοπίου. Και όμως – τι έκπληξη! – στην αυλή του Αγίου Αντωνίου ξαποσταίνουν τέσσερις ακόμη επισκέπτες… «Ετοιμάζεται να ανοίξει ταβέρνα» θα μου πει αργότερα ο Κώστας Ρυμικής μέσα στο καζαναριό του στ’ Αγιάσματα, την «Κάβα Ρυμική», όπως με πνεύμα την αποκαλεί…

«Κάβα Ρυμική» στ’ Αγιάσματα


Θα τον συναντήσουμε ανάμεσα στα δεκάδες πλαστικά δοχεία με το μίγμα της απόσταξης: νερό, σύκα ξέρα, μαγιά ή λίγο σταφύλι για τη ζύμωση. Πρόσωπα αναψοκοκκινισμένα, μάτια που γελούν, «πιείτε μια σουμίτσα να ζεσταθείτε». Μαζί ο απαραίτητος μεζές – χιώτικη κοπανιστή και Βολισιανό πικάντικο τυράκι, ελιές πράσινες τσακιστές γινωμένες στο αλάτι και τον μάραθο, ντόπια ντομάτα κι άνυδρες τηγανητές πατάτες. «Kazan Arena - Covid free» διαβάζω στην αυτοσχέδια ταμπέλα και πως η χρήση μάσκας ΔΕΝ είναι απαραίτητη. Όλα τα απαραίτητα άλλωστε τα έχει: μια πρόχειρη κουζίνα με γκάζι, ραδιόφωνο, κάρβουνα, ο αχώριστός του Τζίμης κι ένα μεγάλο τραπέζι για τους φίλους που τον επισκέπτονται απ’ όλο το νησί ακόμη κι αν πρέπει να διανύσουν 58 χλμ. από τη Χώρα προκειμένου να ‘ρθουν ως εδώ. Εφτά ήταν μέχρι πρόσφατα τα καζάνια σε ολόκληρη την Αμανή μα σήμερα απέμειναν μόνο τρία: «τρεις φορές πάνω πήραν οι άδειες», θα μου πει κι είναι πλέον ασύμφορη για τους αποσταγματοποιούς η όλη διαδικασία πόσο μάλλον, αφού απαγορεύεται να πληρωθούν με χρήματα παρά μόνο με ποσοστό από την καζανιά. Δίπλα από το καζαναριό του, ο Ρυμικής διατηρεί ενοικιαζόμενα δωμάτια, ένα από τα δυο – όλα κι όλα – καταλύματα των Αγιασμάτων κι εξυπηρετούν τους λουόμενους στα ιαματικά λουτρά. Σε απόσταση 16 χλμ. από τη Βολισσό τ’ Αγιάσματα σε γοητεύουν. Το μέρος έχει κάτι αλλόκοτα απρόσμενο κι απόκοσμο μαζί. Μ’ αυτή την πάντα φουρτουνιασμένη θάλασσα στο μάτι του Βοριά, το μονοπατάκι για τις θερμές πηγές που περνά ανάμεσα από εγκαταλειμμένες κάμαρες και καφενέδες με παράθυρα στο κύμα, είναι βγαλμένο από αλλού. Εδώ κι η ταβέρνα της πάντα πρόθυμης και χαμογελαστής Μαρίας που ακούραστα σερβίρει τους επισκέπτες της όλο το καλοκαίρι. Κουνέλι στιφάδο και γίδα κοκκινιστή με «χερίσια» μακαρόνια οι σπεσιαλιτέ της. Από την άλλη πλευρά η «Σκάλα», το καφενείο όπου θα κάτσεις για μια σούμα κι ένα μεζεδάκι – λίγη ντομάτα με κοπανιστή, ελιές και κοπανιστοπιτάκια – ό,τι πρέπει μετά από ένα ζεστό λουτρό στην ατομική μπανιέρα κι ένα ποτήρι νερό που θα σου προσφέρει η φιλόξενη Γεωργία στην ανακαινισμένη σάλα των λουτρών. Λειτουργούν μέχρι το τέλος του Οκτώβρη και φέτος απέκτησαν κι ένα υπερσύγχρονο τζακούζι μεταθέτοντας σε άλλο επίπεδο την όλη εμπειρία. Όταν δεν έχει κύμα είναι υπεραρκετό να βάλεις τα πόδια σου μέσα στον λάκκο που έχει ανοιχτεί στη μαύρη ηφαιστειακή πέτρα της ακροθαλασσιάς, όπου μαζεύεται το λιγοστό νερό που υπερχειλίζει απ’ την πηγή ή να χωθείς ολόκληρος μες στη ζεστασιά του…

Keimeno (part2):

Στου Μάμα στα Αφροδίσια

Ένα με τον βράχο, το πλίθινο αποστακτήριο του γηραιότερου κύριου Μάμα Σιταρά στα Αφροδίσια είναι ό,τι πιο αυθεντικό συναντήσαμε. Τέσσερις κατοίκους έχει όλους κι όλους το χωριό που αγναντεύει τις κορυφογραμμές του Πελιναίου και μας υποδέχονται άπαντες στο καζαναριό παρέα με γλυκά κεράσματα – χιώτικα μανταρινοπιτάκια και βουτήματα. Πως αλλιώς, αφού οι τρεις είναι γυναίκες! Μαζί τους ακόμη δύο κυρίες έχουν έρθει από τη Βολισσό για την «πρωτιά» (ένα-δύο λίτρα από το «πρωτόβγαλαμα» του καζανιού), το λεγόμενο ξυλόπνευμα με πολύ υψηλή περιεκτικότητα αλκοόλ, ό,τι πρέπει δηλαδή για εντριβές! Θα μου πουν πως «δεν το αλλάζουν με τίποτα» και πως την υπόλοιπη σούμα θα τη δωρίσουν σε φίλους και γνωστούς ως κάτι χειροποίητο από τον τόπο, «έχει άλλη αξία». Μα και βέβαια. Φτιαγμένη απ’ τις τις συκιές του χωραφιού, τα σύκα που πέσανε στο χώμα κι άλλα που αποξηράθηκαν αφημένα για μέρες στον ήλιο και τον αέρα, απ’ το μεράκι του ποτοποιού και τον ιδρώτα του Μάμα, που ακούραστα κι επιδέξια αλλάζει τις καζανιές· ανοίγει, δηλαδή, και πλένει το καζάνι με άφθονο νερό προσθέτοντας, έπειτα, το περιεχόμενο από το καινούριο βαρέλι. «Απόσταξη μπορείς να πάρεις από όλα τα φρούτα, εδώ είχαμε περίσσια σύκων», θα μου πει ο κύριος Μάμας κι εγώ πάνω από κάθε βαρέλι να παίρνω τ’ αρώματα απ’ το εκάστοτε χαρμάνι. Κατά βούληση, στο μίγμα προστίθενται διάφορα ακόμη φρούτα – κυδώνια, μανταρίνια, μήλα και «κουντουρούδια» από τις άφθονες χαρουπιές αλλά και αρωματικά όπως γλυκάνισο και – τι άλλο από – μαστίχα, πάντα με φειδώ, ώστε να μην πικρίσει. «Αυτό που θα δώσεις, αυτό θα πάρεις», μου ‘χε πει νωρίτερα ο Ρυμικής για τη «σούμα», το σύνολο δηλαδή όλων αυτών των ζυμωμένων φρούτων και αρωμάτων με πρωτεργάτη το σύκο που συναντάμε αποκλειστικά στη Χίο και τη γειτονική Σάμο. Σούμα με γλυκάνισο στα Βορειόχωρα αποκλείεται, βέβαια, να συναντήσεις. Αποτελεί συνήθεια στα Νοτιόχωρα του νησιού και δίνει ένα σαφώς πιο «βαρύ» αποτέλεσμα στο ήδη έντονο άρωμα του σύκου. Πίσω από το καζάνι πέφτουν τα βρασμένα σύκα που τρώνε τα ζώα και αποτελούν το τέλειο λίπασμα για τα χωράφια. Τίποτα δεν πάει χαμένο… Δεν λείπουν οι ιστορίες από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας και αργότερα, απ’ την ποτοαπαγόρευση του Μεταξά, όταν τα καζάνια λειτουργούσαν παράνομα πλάι στα ποτάμια χρησιμοποιώντας το νερό τους για την ψύξη. Μια ζωντανή βιωματική ιστορία, κομμάτι της λαογραφίας του εκάστοτε τόπου που πρέπει να αντέξει… Πόσα λίτρα σούμας να ‘χουν ταξιδέψει άραγε ανά τις ηπείρους περνώντας τα τελωνεία του κόσμου ως «Holy water» δηλαδή Αγίασμα…

Πυραμά

Η Πυραμά είναι το τρίτο χωριό που μας υποδέχεται με τ’ αρώματα της σούμας και τον νεότερο Νίκο Χειλά που αποστάζει μέσα στο παλιό πέτρινο οινοποιείο του παππού του. Η οινοποίηση είναι παλιά ιστορία για τους Χιώτες που σε αυτά εδώ τα μέρη παρήγαγαν τον περίφημο Αριούσιο, ένα από τα πιο ακριβά και περιζήτητα κρασιά της αρχαιότητας. Τον βρήκαμε, απέναντι από το ανακαινισμένο καφεπαντοπωλείο του χωριού, ν’ αποστάζει χρησιμοποιώντας για την υγροποίηση την παραδοσιακή δεξαμενή ψύξης. Μ’ ένα γραδόμετρο μετρά τα γράδα κι επιλέγει την επιθυμητή «καρδιά» του μαγικού αυτού ποτού, που απευθύνεται σε έμπειρους και υπεύθυνους πότες. Κι αυτό επειδή οι τελικοί αλκοολικοί βαθμοί της σούμας κυμαίνονται στα 60-70% ξεπερνώντας κατά πολύ τα υπόλοιπα αποστάγματα. Κι εδώ βρίσκεται η μαεστρία του κάθε αποσταγματοποιού. Πόσο θα πετάξει από την «κεφαλή» και την «ουρά» και πόσο θα κρατήσει από το βασικό συστατικό, δηλαδή την «καρδιά» του προϊόντος. Δίπλα ακριβώς από το καζαναριό του Νίκου, το «Κέντρο Χαράς», όπου γίνονται τα γλέντια του χωριού, οι γάμοι και τα πανηγύρια του. Θα κεραστούμε «λειψούτες», τηγανίτες με νερό κι αλεύρι, ένας ταπεινός μεζές, που παραδοσιακά συνόδευε το καζάνισμα της σούμας στην Πυραμά. «Ο καθένας έφερνε ό,τι είχε. Άλλος σύκα, άλλος καρύδια, αμύγδαλα, κάνα ψάρι που ‘χε πιάσει και στηνότανε το γλέντι…»

Keimeno (part3):

Λεπτόποδα

Ένα τέτοιο γλέντι ετοιμάζει και απόψε το βράδυ η παρέα στην Πυραμά, είμαστε όμως καλεσμένοι πίσω στα Αγιάσματα, όπου μας περιμένει ο Ρυμικής ν’ ανάψει τα κάρβουνα και να ψήσει τα κοψίδια. Στην παρέα ο Στέφανος Παγιάβλας, ο δραστήριος πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου Λεπτοπόδων και ο Νίκος με τη γυναίκα του, οι καινούριοι και οι νεότεροι κάτοικοι του χωριού, που τόσο πολύ έχω αγαπήσει. Μαζί με τον Ρυμική, τη σύζυγο και τη μητέρα του είναι όλοι κι όλοι του οι κάτοικοι! Ο λόγος, φυσικά, για τα Λεπτόποδα. Τι να σας πρωτοπώ; Για τη θέση τους ανάμεσα στις δασωμένες ρεματιές; Τα πλακόστρωτα θολωτά του στενά με τις τοξωτές εισόδους και την αρχιτεκτονική τους που ανάγεται στον 15ο αιώνα; Για τις φροντισμένες τους αυλές – γεμάτες ροδιές, βασιλικούς, πολύχρωμα γεράνια και «σκυλάκια» – μια πανδαισία από χρώματα με θέα ως τη θάλασσα των Αγιασμάτων; Για το «Δέντρο της Γνώσης» με τα τοπωνύμια του χωριού που ‘στησε μπροστά από τον μεγαλόπρεπο ναό της Παναγιάς ο γλύπτης Γ. Κανέλλος; Ή μήπως για τον «Έμπολο», το κουκλίστικο κοινοτικό καφενείο στο πλατεάκι κάτω απ’ τις κληματαριές; Ό,τι και να σας πω θα ‘ναι λίγο! «Καλωσορίσατε», μας υποδέχεται το επόμενο πρωί το πανέμορφο χωριό μαζί με ένα ζωγραφιστό παλιό καζάνι, από κείνα που σφραγίζονταν με λάσπη, πηλό από χώμα ή σταχτόνερο. Ο Ρυμικής κατάφερε κι έσωσε το μισό και το ‘χει στολισμένο στον τοίχο του νεμπικαριού του. «Θα το φέρω εδώ», θα μου πει καθώς μας ξεναγεί στο Λαογραφικό Μουσείο του χωριού κι ευτυχώς για μένα όση σούμα και να πιεις αποβραδίς, το πρωί ξυπνάς καλά, με καθαρό το κεφάλι! Από το 2006, με πρωτοβουλία και χορηγία του, διαμόρφωσε με τους κατοίκους του χωριού το λιτό και σύγχρονο αυτό μουσειάκι, ενώ με πάθος μας μιλά για το απέναντι ερειπωμένο κτίριο, όπου οραματίζεται να φτιάξει ένα κελάρι. Όσο για τον «Έμπολο»; «Τα βράδια ζευγάρια έρχονται κι ανοίγουν την ξυλόσομπα και την περνάνε φίνα – ξέρεις πόσο το χαίρομαι;», μου λέει για τον χώρο που διέθεσε και διαμόρφωσε ο ίδιος έντεκα χρόνια πριν, ώστε ο επισκέπτης να ‘χει κάπου να κάτσει, να φτιάξει έναν καφέ, να πιει μια σούμα και ν’ αφήσει ό,τι επιθυμεί στον κουμπαρά απ’ όπου καλύπτονται τα έξοδα του αυτοδιαχειριζόμενου καφενείου. «Τον αγαπώ τον τόπο μου, ρε παιδιά, πως να σας το πω;»

Στη Γιορτή της Σούμας

Για κάποιους ο «Έμπολος» είναι λόγος να επισκεφθούν τα Λεπτόποδα. Για κάποιους άλλους λόγος είναι η περίφημη «Γιορτή της Σούμας», ένα ημερήσιο πανηγύρι που διοργανώνει ο Πολιτιστικός Σύλλογος του χωριού το τελευταίο Σαββατοκύριακο του Αυγούστου παρέα με δωρεάν μεζέ. Εδώ κερνά όλη του τη σούμα ο Ρυμικής! Τα όργανα στήνονται στην κληματαριά και γύρω γίνεται το… «έλα να δεις», με τον κόσμο να χορεύει παντού, στα στενά, στις σκάλες, στα μπλακόνια και στις ταράτσες των σπιτιών. Κάπου εδώ ανασηκώνω το βλέμμα και συνδέομαι μ’ εκείνο το κορίτσι που χόρευε ασταμάτητα στο απέναντι ταρατσάκι, το καλοκαίρι του 2019, στην τελευταία ως σήμερα Γιορτή Σούμας στα Λεπτόποδα της Χίου. «Με ρέγουλα παιδιά, η σούμα τελειώνει» και «προσοχή στον δρόμο!», φώναζε απ’ τα μικρόφωνα ο Ρυμικής, τον χαβά μας εμείς, χορός μέχρι τελικής πτώσεως μ’ ένα σφηνάκι σούμα από τη μια κι ένα μπουκάλι «Αριούσιο» από την άλλη… Κι ουδέποτε το μετανιώσαμε. «Μέχρι επάνω στο καζάνι χορεύανε!», θα μου πει στο τηλέφωνο για την καθισιά που οργάνωσε 3 του Δεκέμβρη στο νεμπικαριό του στ’ Αγιάσματα. Συμπέρασμα; Να μεθάμε, φίλοι. Από σούμα, από κρασί κι από χορό, από έρωτα, από ομορφιά κι από ποίηση. Επειδή ποτέ δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει…

Photos (set 1):
  • images/135/Xios-souma/DSC_0886.jpg,
  • images/135/Xios-souma/gp_DSC_0005.jpg,
  • images/135/Xios-souma/gp_DSC_0030.jpg,
  • images/135/Xios-souma/gp_DSC_0728.jpg,
  • images/135/Xios-souma/gp_DSC_9788.jpg,
Photos (set 2):
  • images/135/Xios-souma/gp_DSC_0111.jpg,
  • images/135/Xios-souma/gp_DSC_0252.jpg,
  • images/135/Xios-souma/gp_DSC_0519.jpg,
  • images/135/Xios-souma/gp_DSC_0620.jpg,
  • images/135/Xios-souma/gp_DSC_9806.jpg,
  • images/135/Xios-souma/gp_DSC_9940.jpg,
Photos (set 3):
  • images/135/Xios-souma/gp_DSC_0844.jpg,
  • images/135/Xios-souma/gp_DSC_9181.jpg,
  • images/135/Xios-souma/gp_DSC_9275.jpg,
  • images/135/Xios-souma/gp_DSC_9300.jpg,
  • images/135/Xios-souma/gp_DSC_9467.jpg,
  • images/135/Xios-souma/gp_DSC_9946.jpg,
Plirofories:

Αξίζει να γνωρίζουμε:

Στον φιδωτό δρόμο πριν τη διασταύρωση για τα Λεπτόποδα και τα Αγιάσματα βρίσκονται διάσπαρτα τα απομεινάρια των Μεταλλείων Αντιμονίου Κεράμου. Λειτούργησαν από το 1897 μέχρι το 1910 από γαλλική εταιρία και από το 1947 μέχρι το 1955 από τον όμιλο Μποδοσάκη. Πρόκειται για ένα ανοιχτό κι ανεκμετάλλευτο ως τώρα βιομηχανικό μουσείο, όπου ο χρόνος μοιάζει να έχει παγώσει. Παρά τη φθορά, το τοπίο φαντάζει παραμυθένιο, πόσο μάλλον τώρα που ντύθηκε στα φθινοπωρινά. Ένα παραμύθι χωρίς «χάπι εντ», όπως αντιλαμβάνεται κανείς από το κενοτάφιο, που έφτιαξε πλάι στο παλιό νεκροταφείο ο Εκπολιτιστικός Σύλλογος Κεράμου «ως ένδειξη σεβασμού και αγάπης για τους συγχωριανούς μας, που έχασαν τη ζωή τους από την οικονομική απληστία της εταιρίας και την αδράνεια της πολιτείας» όπως χαρακτηριστικά σημειώνουν. Αξίζει τον κόπο να κατεβείτε από το αμάξι και να περιηγηθείτε στα εγκαταλειμμένα σπιτάκια, που στέγαζαν τα γραφεία της διοίκησης, να τρυπώσετε στις γαλαρίες, τις στοές εξόρυξης μέσα στο βουνό και να ξετρυπώσετε τα απομεινάρια του μηχανουργείου, που βρίσκονται απέναντι κι έχουν γίνει ένα σχεδόν με την άναρχη βλάστηση. Τα περιπατητικά μονοπάτια της περιοχής είναι αναρίθμητα κι ένα απ’ αυτά οδηγεί στο Λαρδάτο, τον εγκαταλειμμένο οικισμό των μεταλλωρύχων με τ’ απομεινάρια της καπνοδόχου και την πανέμορφη θέα στην αντικρινή Κέραμο.

  • Ο παλιός χωματόδρομος που οδηγούσε από τα Λεπτόποδα στο περίφημο φαράγγι των Καμπιών και το Κάστρο της Ωρυάς έχει ασφαλτοστρωθεί και είναι μια από τις πιο γραφικές διαδρομές που μπορεί να διασχίσει κανείς στο νησί. Χορταίνει το μάτι σου πράσινο!
  • Κατηφορίζοντας από τα Καμπιά αξίζει να επισκεφθείτε τη Μονή Μουνδών στα Διευχά, το άγνωστο επιβλητικό Καστρομονάστηρο με τις 475 τοιχογραφίες στο εσωτερικό του. Δεν υπάρχει σπιθαμή δίχως χρώμα! Δομημένες, μάλιστα, σε διαδοχικά τετράγωνα περιγράφουν με ιδιαίτερη τεχνοτροπία και πολλή φαντασία ολόκληρη την Παλαιά Διαθήκη και μοιάζουν με εξώφυλλα δίσκων!
  • Δύο είναι οι επιλογές για διαμονή στις ιαματικές πηγές Αγιασμάτων. Τα ενοικιαζόμενα δωμάτια της οικογένειας Ρυμική (τηλ.: 6944 391200, 6945 437999) και τα καταλύματα Φασόλα (τηλ.: 6942 555727).