Το βιβλίο των 200 δρχ.

Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις. Να μην τις παίρνει ο άνεμος.

Κρατώ στα χέρια μου το βιβλίο και το κοιτάζω. Έχουν ήδη περάσει πάνω από σαράντα χρόνια από τότε που εκδόθηκε και το αγόρασα. Η τιμή σημειωμένη με μολύβι, στην πρώτη σελίδα: 200 δραχμές, φυσικά.  Έχω ιδιαίτερη αδυναμία σ’ αυτά μου τα βιβλία των 50, 100, 150, 200 δραχμών. Είναι όλα εκείνα που αγόραζα μόνη μου, από το χαρτζιλίκι μου, αυτά που αποτέλεσαν τη βάση της προσωπικής μου βιβλιοθήκης που, πλέον, έχει ενωθεί με την – εξίσου μεγάλη – των γονιών μου.

 

Κρατώ στα χέρια μου το βιβλίο, λοιπόν, και το κοιτάζω. Όλα του τα ποιήματα είναι μέσα εδώ, αυτά τα ποιήματα τα πικραμένα, αλλά αισιόδοξα στην ουσία τους, αυτά τα ποιήματα που έκανε τους συντρόφους να τον πουν ποιητή της ήττας, να τον «κατηγορήσουν» γιατί απαθανάτισε με τους στίχους του τη διάψευση των οραμάτων μας. Πότε, όμως, ο άνθρωπος τραγουδούσε μόνο τις χαρές του; Πότε η δημιουργία πήγαζε μόνο από την ευφορία της ψυχής; Ο πόνος δεν είναι – αν όχι η μεγαλύτερη – μια από τις πιο ισχυρές κινητήριες δυνάμεις στην τέχνη; Και πού είναι γραμμένο ότι μόνο τη νίκη πρέπει να διασώζουμε μέσα απ’ την τέχνη; Την ήττα, νομίζω, έχει νόημα να θυμόμαστε: να μας διδάσκει και να μας πορώνει.

Κρατώ στα χέρια μου το βιβλίο αυτό και το κοιτάζω. Ογδόντα οκτώ ποιήματά του έχει μέσα, όλα όσα έγραψε από το 1941 μέχρι και το 1971: Εποχές, Εποχές 2, Παρενθέσεις, Εποχές 3, Η Συνέχεια, Η Συνέχεια 2, Η Συνέχεια 3, Ο Στόχος. Και μετά σιωπή μέχρι το 1983 που καταθέτει το Υστερόγραφό του. Και μετά σιωπή ξανά, μέχρι το τέλος. Το είχε ξεκαθαρίσει, εξάλλου: «Στο αλλοιωμένο τοπίο της εποχής μας δεν θα ξαναγράψω, γιατί το έργο μου το ολοκλήρωσα. Επιλέγω τη σιωπή». Και ξαναδιαβάζοντας τα ποιήματα του Στόχου, η απόφαση αυτή γίνεται ορατή δια γυμνού οφθαλμού. Και η σαφής της αιτιολόγηση στο τελευταίο ποίημα, τον Επίλογο, δια πένας «δανεικής» Τίτου Πατρικίου: «κανένας στίχος σήμερα δεν κινητοποιεί τις μάζες, κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα».

Πνεύμα ανήσυχο, ο ποιητής μας, κατά τη διάρκεια της κατοχής εντάχτηκε στην ΕΠΟΝ. Η έντονη πολιτική του δράση την περίοδο της Λευκής Τρομοκρατίας* και των διώξεων τον έκαναν «επικίνδυνο».

Συνελήφθη το 1948 και ένα χρόνο αργότερα, κατά τη διάρκεια του έκτακτου στρατοδικείου, άκουσε τον βασιλικό Επίτροπο να τον καταδικάζει σε θάνατο. Πέρασαν δυο χρόνια μέχρι το 1951 όπου καθημερινά περίμενε τους δήμιους στο κελί του για να τον πάνε στο απόσπασμα. Δυο χρόνια φλέρταρε κάθε ξημέρωμα με τον θάνατο και όταν περνούσε η μέρα και έπεφτε το σκοτάδι, άρχιζε πάλι εκείνο το άγχος, που τρώει τα σωθικά, εάν όταν ξημερώσει θα καταφέρει να δει τον ήλιο.

Το 1951 με τα μέτρα περί γενικής αμνηστίας βγήκε από την φυλακή. Το 1955 φεύγει για τη Βιέννη, όπου σπουδάζει ιατρική με ειδίκευση στην ακτινολογία. Επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, όπου εργάστηκε ως γιατρός. Δεν σταμάτησε όμως ούτε στιγμή να γράφει ποιήματα. Άρχισε το 1941 και μέχρι το 1978 έγραφε. Πολλά ποιήματα με πολιτικό προσανατολισμό. Το έργο του καθόρισε την ομάδα των στρατευμένων ποιητών της μεταπολεμικής ποίησης. Ως «Μανούσος Φάσσης» – το σατιρικό alter ego του – έγραψε και μια σειρά ποιημάτων. Συνθέτες, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου και ο Μιχάλης Γρηγορίου, έχουν μελοποιήσει αρκετά ποιήματά του, ενώ έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά και τα ιταλικά.

Ήταν ενταγμένος στο ΚΚΕ και μετά τη διάσπασή του, το 1968, εντάχθηκε στην πτέρυγα του ΚΚΕ εσωτερικού. Κατά τη μαύρη περίοδο της χούντας ο γιατρός, ο ποιητής ανέπτυξε έντονη αντιδικτατορική δράση.

Μια άγνωστη πτυχή της ζωής του ποιητή ήταν η λατρεία που είχε για το ποδόσφαιρο. Υποστήριζε φανατικά τον Άγιαξ και δεν έχανε αγώνα του. Μάλιστα στο φύλλο της εφημερίδας «Αυγή», την 28η Οκτωβρίου του 1984, είχε γράψει ένα απίστευτο κείμενο για την ομάδα του. Ο τίτλος του άρθρου ήταν «Άγιαξ, για πάντα Άγιαξ» και το υπογράφει με το ψευδώνυμο «Αλ. Καμής».

Το 1997 ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτορας του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Τα ξημερώματα της 23ης Ιουνίου του 2005, έφυγε από τη ζωή. Αντιμετώπιζε χρόνια καρδιαγγειακά προβλήματα.

Κρατώ στα χέρια μου το βιβλίο, που λες, και το κοιτάζω. Είναι αστείο αλλά το έχω διαβάσει τόσες φορές που μπορώ να στο απαγγείλω, σχεδόν ολόκληρο, απέξω. Ναι, ξέρω τι θα πεις, πως δεν διαβάζω πια ποίηση. Σωστά, αλλά ποτέ δεν σταμάτησα να διαβάζω τους «ποιητές μου», αυτούς που η καρδιά μου έχει διαλέξει χρόνια τώρα, δικούς μας και άλλους, αυτούς που η τέχνη τους μίλησε μέσα μου και την άκουσα. Κι είναι τόσοι που μου φτάνουν. Είναι τόσοι που μου προσφέρουν όλη την ποίηση που έχω ανάγκη για να ζω. Και τούτος εδώ, είναι ένας απ’ αυτούς.

Κρατώ στα χέρια μου το βιβλίο «Τα Ποιήματα, 1941-1971» του Μανόλη Αναγνωστάκη από τις Εκδόσεις ΠΛΕΙΑΣ, στην πρώτη έκδοση που έγινε με χρήματα του εκδότη και όχι του ποιητή. Το κοιτάζω και δεν μπορώ να μην αναρωτιέμαι αν θα έβρισκε σήμερα λέξεις να τις ταιριάξει σε ποιήματα.

 

* Στην Ελλάδα, ο όρος Λευκή Τρομοκρατία αναφέρεται στις διώξεις και τη βία που ξέσπασε εις βάρος των φιλικά προσκείμενων στο ΕΑΜ και το ΚΚΕ Ελλήνων, αμέσως μετά την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας τον Φεβρουάριο του 1945.

 

Προτάσεις

0
Shares

Σας αρέσει το site μας?

Ακολουθήστε μας στα social και δεν θα το μετανιώσετε...

0
Shares