Τα μουσεία, οι άλλοι κι εγώ

Έχω ταξιδέψει πολύ. Πολύ περισσότερο από τον μέσο Έλληνα, για τον οποίο τα ταξίδια δεν αποτελούν κομμάτι συνυφασμένο με τη δουλειά του αλλά, αποκλειστικά και μόνο, τρόπο ψυχαγωγίας. Λατρεύω τα ταξίδια και είναι από τα ελάχιστα πράγματα που ζηλεύω στη ζωή μου. Πηγαίνοντας σε έναν τόπο, αυτό που θέλω κυρίως είναι να οσφρανθώ το άρωμά του· τις μυρωδιές των ανθρώπων του, τον ήχο της γλώσσας του, τα χρώματα του περιβάλλοντός του. Όσο μπορώ, αποφεύγω να συχνάζω στα τουριστικά μέρη, να γευματίζω σε ταβέρνες με φολκλόρ προγράμματα, να επισκέπτομαι τα μνημεία του τόπου με στίφη τουριστών. Για τα υπαίθρια μνημεία, διαλέγω ώρες που υπολογίζω πως θα είναι όσο το δυνατόν λιγότεροι τριγύρω να τα σημαδεύουν με τις μηχανές τους. Τα περισσότερα τα έχω πρωτοδεί αργά τη νύχτα, λουσμένα στο φως των προβολέων τους, τουλάχιστον στα ταξίδια στην Ευρώπη, όπου η γνώση της γλώσσας μού παρέχει μια –σχετική– αίσθηση ασφάλειας. Και για την ικανοποίηση του «αισθήματος πείνας» προτιμώ μέρη που συχνάζουν οι «αυτόχθονες ιθαγενείς». Μέχρι στιγμής δεν έχω μετανιώσει για καμία από αυτές τις «ιδιορρυθμίες» μου. Όλα μου τα ταξίδια συμπεριλαμβάνουν και επίσκεψη στα μουσεία του τόπου που επισκέπτομαι. Εκεί, ο συγχρωτισμός με τους «άλλους» είναι αναπόφευκτος Έτσι, αναγκαστικά, έχω αναπτύξει σε μεγάλο βαθμό την ικανότητα να περιηγούμαι ένα μουσείο, προσποιούμενη επιτυχώς πως είμαι μόνη εκεί. Αυτό συμβαίνει κυρίως όταν το εν λόγω μουσείο φιλοξενεί είτε κάποιο έργο τέχνης το οποίο έχω, προσωπικά, περιβάλει με έναν μύθο είτε τα έργα κάποιου καλλιτέχνη που θέλω πολύ να δω. Δεν γνωρίζω περί τέχνης περισσότερα από τον μέσο άνθρωπο, για μένα ένα έργο τέχνης «μου μιλάει» ή «παραμένει πεισματικά βουβό». Και έχει τύχει σε μουσεία (μοντέρνας κυρίως τέχνης) να ανακαλύψω καλλιτέχνες των οποίων την ύπαρξη αγνοούσα παντελώς, αλλά καθηλώθηκα στη θέα των έργων τους. Δεν έχω ταξιδέψει ποτέ μόνη. Δεν μ’ αρέσει να ταξιδεύω μόνη, θέλω να έχω κάποιον μαζί μου να μοιράζομαι τη χαρά και τη γνώση που προσφέρει το ταξίδι, να χρωματίζουμε τις εντυπώσεις μας, να διασκεδάζουμε με τα απρόοπτα, να αποκτούμε κοινές αναμνήσεις. Θέλω κάποιον μαζί μου παντού. Εκτός απ’ όταν επισκέπτομαι ένα μουσείο. Δεν ξέρω τι είδους διαστροφή είναι αυτή, αλλά σ’ αυτούς τους χώρους η παρέα με ενοχλεί. Θέλω να δω όσα ένα μουσείο περικλείει με τους δικούς μου ρυθμούς. Θέλω να μπορώ να προσπερνάω με γρήγορο βήμα ό,τι δεν με ενδιαφέρει και να μένω, μέχρις ότου τα μάτια μου και η ψυχή μου χορτάσουν, μπροστά σε ένα έργο που αγαπώ. Μπορώ να περιμένω υπομονετικά ατελείωτη ώρα να απομακρυνθεί ο κόσμος μπροστά από ένα έργο όπου θέλω να «μεταλάβω». Φυσικά, ποτέ μια επίσκεψη δεν μου αρκεί. Επανέρχομαι καθημερινά σε διάφορες ώρες, για να δω «και κάτι ακόμα». Το πόσο γνωστός ή διάσημος είναι ένας πίνακας δεν έχει να κάνει με τον χρόνο που θα του διαθέσω. Στη «Μόνα Λίζα» στο Παρίσι, για παράδειγμα, έριξα μια (προσεκτική είναι η αλήθεια) ματιά, ενώ μπροστά στο «Δρομάκι του Ντελφτ» του Βερμέερ στο Άμστερνταμ (που μέχρι τότε δεν το είχα ξαναδεί) έμεινα εκστατική για τρία τέταρτα της ώρας. Δεν ακολουθώ κανόνες, δεν υπάρχει προδιαγεγραμμένη πορεία. Ίσως γι’ αυτό να μη με ανέχεται κανείς μέσα σε ένα μουσείο... Όσες φορές τυχαίνει να βρεθώ σε ξένο τόπο την περίοδο των Χριστουγέννων, θεωρώ επιβεβλημένη μιαν επίσκεψη στο Μουσείο Παιχνιδιών, εφόσον, βέβαια, υπάρχει κάτι ανάλογο στην πόλη όπου βρίσκομαι. Μέχρι στιγμής, από τα πιο όμορφα μουσεία παιχνιδιών που έχω επισκεφθεί είναι τα εξής: Le Musée du Jouet στις Βρυξέλλες, The Museum of Childhood στο Εδιμβούργο, Pollock’s Toy Museum και Victoria and Albert Museum of Childhood στο Λονδίνο, το Μουσείο Παιχνιδιών στην Πράγα, το Μουσείο Μηχανικών Παιχνιδιών στην Αποβάθρα 39 του Σαν Φρανσίσκο, Le Musée du Jouet στο Παρίσι, Papalote Museo del Niño στο Μεξικό και κάμποσα ακόμη σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Είναι πάντα νοσταλγικό για κάποιον να επισκέπτεται ένα μουσείο παιχνιδιών αλλά, ειδικά τις ημέρες των Χριστουγέννων, αποβαίνει μαγικό. Καθώς περιπλανιέσαι στις αίθουσες και χαζεύεις τα γοητευτικά εκθέματα, στα ρουθούνια σου χτυπά η μυρωδιά από φρεσκοψημένα γλυκίσματα, τ’ αυτιά σου γεμίζουν ήχους από χιλιάδες μικρά καμπανάκια και παιδικά γέλια σαν καμπανάκια, η καρδιά πλημμυρίζει από νοσταλγία και συγκίνηση, ενώ μπροστά από τα μάτια σου περνούν οι εικόνες των Χριστουγέννων της παιδικής σου ηλικίας. Φέτος τα Χριστούγεννα, μου επιφυλάσσω μία ακόμη επίσκεψη σε Μουσείο Παιχνιδιών, αυτή τη φορά στην πόλη μου. Επιτέλους, η Αθήνα απόκτησε ένα τέτοιο μουσείο, αντάξιο των αντίστοιχων ευρωπαϊκών. Η μαγεία ξεκινά από το εξωτερικό, αντικρίζοντας τον παραμυθένιο Πύργο Κουλούρα στο Φάληρο, όπου βρήκε μόνιμη κι αποκλειστική στέγη η συλλογή παιχνιδιών του Μουσείου Μπενάκη. Ας πάμε όλοι, λοιπόν, μαζί με τα παιδιά μας ή και μόνοι, μία από τις φετινές χριστουγεννιάτικες μέρες στο Φάληρο, για μια επίσκεψη στο Μουσείο Παιχνιδιών, για μια ευκαιρία να ξανανιώσουμε παιδιά, για μια επιστροφή στην εποχή της αθωότητας, πιθανότατα τραγουδώντας και το παρακάτω τραγουδάκι, από την ιστορική «Λιλιπούπολη»: Μες στο μουσείο, μες στο μουσείο Μια μέρα μπήκα, με φόρα, κι εγώ. Μη με τραβάτε, μη μου κολλάτε, Απ’ το μουσείο δεν θέλω να βγω!

Είναι πάντα νοσταλγικό για κάποιον να επισκέπτεται ένα μουσείο παιχνιδιών αλλά, ειδικά τις ημέρες των Χριστουγέννων, αυτό αποβαίνει μαγικό.

Προτάσεις

0
Shares

Σας αρέσει το site μας?

Ακολουθήστε μας στα social και δεν θα το μετανιώσετε...

0
Shares